Γιάννης Ρίτσος

wings · 156 · 250782

and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Προσχέδια (1954-1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Κυκλική δόξα

1. Η δίψα και το ανένδοτο άστρο


Τα μεγάλα πλατάνια κι ο Ταΰγετος
η καμπάνα μιλώντας εκείνα που ποτέ δεν μιλήσαμε
κι αυτή η μεγάλη σκιά που αλλάζει όλο το φως σε κατάνυξη.

Είναι ο έρωτας κάτου απ' το βράχο,
μέσα στο βράχο
πάνου απ' το βράχο.

τι θα προσθέσεις αν μιλήσεις ή αν σωπάσεις;
Το προσωπείο είναι ίδιο με το πρόσωπο. Δεν θα κρυφτείς.
Και κάθε βράδυ το ίδιο αστέρι
βάζει φωτιά
και στις τέσσερις γωνιές του ύπνου μας.

Ο φόβος είναι ο χρόνος -έλεγε.
Τίποτ' άλλο. Χαμήλωνε τα μάτια.

Ένας νέος μ' ένα ποδήλατο
έσκισε τη νύχτα.

Ύστερα άναψαν τα φώτα.
Έφυγε μ' ένα ποδήλατο κάτου απ' τα δέντρα.

Ανάμεσα σε δυο λέξεις κοινές
ακούσαμε πάλι
την αμηχανία εκείνου του άστρου.

Βαθύ, βαθύ το δάσος τής γεροντικής ερήμωσης.

Κάτου απ' τα δέντρα -μακριά, πολύ μακριά-
ακούστηκε η φωνή σου -δεν την πίστεψες.

Εκείνο το ίδιο αστέρι τού καλοκαιριού
κλαίει μπροστά στα κλειδωμένα χέρια σου.

Όχι, δεν είναι πίκρα. Η ανάλαφρη εσπέρα.
Τούτα τα βουνά με τις βαθιές πληγές τους -είπε.
Τούτες οι πληγές με την αμείλιχτη σιωπή τους -είπε.

Γύρισε τη ράχη του στο δρόμο.
Το πρόσωπό του ακούμπησε σχεδόν στον τοίχο-
άσπρος τοίχος, ολόγυμνος.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, ψήλωσε.
Κάρφωσε ένα καρφί στον τοίχο με προσήλωση,
σα νάταν αυτό το πιο αναγκαίο,
το πιο πολύ.

Άραγε η νύχτα να του αφιερώσει τα άστρα της;

Έφεγγε ο τοίχος. Το καρφί ξεχώριζε μεγάλο.
Τίποτα δεν κρεμόταν εκεί. Ούτε ο ίδιος.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 24 Jul, 2009, 19:18:45 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Αποχαιρετισμός (1957)]

Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός (απόσπασμα)

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

Τέλειωσαν πια τα ψέματα -δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.

Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ -(για ποιον; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.

Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία -
Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις
ν' ακουστεί μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή απ' τη σιωπή
που θα ρίξει τα τείχη τού πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

Μαρμαρωμένη ησυχία, - μ' όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ' οι φωνές -πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται
στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
και μένουν σ' ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-
μ' όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω -

Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα τής πέτρας, μπροστά
ένας μικρός ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση
(στη μέση;) εγώ. -Ποιος εγώ;- Τι είναι
ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:
ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

Ίσως  και να μπορούσα να γλιτώσω. Ίσως μπορούσα
ν' αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι τής σημαίας μας; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;

Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα-
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ' τη χαραματιά τής πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού -δε μπορεί- θ' ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα
Κ' η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας -η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ' άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ' άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ' ένα λιμανάκι τού νησιού μας.

Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία: αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα -δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν  αδύναμος: Ντράπηκα.  

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 04 Aug, 2009, 17:07:21 by wings »



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Αποχαιρετισμός (1957)]

Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός (απόσπασμα)

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

[...]

Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τ' ακρογιάλια της, τα βάσανά της,
με τα καΐκια της μ' ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.
Ανασαίνω, μέσα σ' αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδός της
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω:
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια -
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,
μια και το ξέρω: στην απόλυτη στιγμή μου,
μες απ' το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ' τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία τού ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,
σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω:
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου
- το σώμα και το αίμα τού Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ' το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ελευθερία»
και που σήμερα, 2 τού Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά τής Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 τού Μάρτη, μέρα Σάββατο - μην το ξεχάσετε, σύντροφοι -
στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης. 

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 24 Nov, 2013, 16:23:05 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου
- το σώμα και το αίμα τού Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ' το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ελευθερία»


Το 1995 ο Μάριος Τόκας ηχογραφεί στη Λευκωσία το έργο «Ψυχή τε και σώματι». Ο δίσκος περιέχει τραγούδια που πρωτακούστηκαν σε ντοκιμαντέρ τού Ρ.Ι.Κ. με τίτλο «Ιστορία και θρύλος». Τα τραγούδια είναι μελοποιημένα ποιήματα των απαγχωνισθέντων νεαρών αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α. Ευαγόρα Παλληκαρίδη (1939-1957) και Ανδρέα Ζάκου (1932-1956), του δημοσιογράφου Σπύρου Κέττηρου και του Γιάννη Ρίτσου. Τραγουδούν ο Κώστας Χατζηχριστοδούλου και ο Μάριος Τόκας.

Ένα μικρό απόσπασμα του ποιήματος «Αποχαιρετισμός» που δημοσίευσε αυτή τη βδομάδα ο Ανδρέας μελοποιήθηκε, σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, από τον Μάριο Τόκα και φέρει εμφανώς τα σημάδια της συναισθηματικής φόρτισης του κύπριου συνθέτη αφού ο Γιάννης Ρίτσος με το γραπτό αυτό ουσιαστικά θρηνεί και αποχαιρετά έναν από τους ήρωες της μαρτυρικής μεγαλονήσου, τον αγωνιστή τής Ε.Ο.Κ.Α. τη διετία 1955-1957 και έφεδρο αξιωματικό του ελληνικού στρατού, Γρηγόρη Αυξεντίου (1928-1957). Οι Άγγλοι τον έκαψαν ζωντανό τον Μάρτη του 1957 αφού τον παγίδεψαν και αφού όλα τα προηγούμενα χρόνια διαπίστωσαν ότι δεν θα τον έπιαναν ποτέ ζωντανό κι ας τον είχαν επικηρύξει έναντι αδράς αμοιβής. Όπως θα αντιληφθεί κάθε προσεκτικός και ευαίσθητος ακροατής, η μουσική τού Μάριου Τόκα στο συγκεκριμένο τραγούδι βασίζεται στο γνωστό εγκώμιο της Μεγάλης Παρασκευής «Αι γενεαί πάσαι».

Το μελοποιημένο απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου συμπεριλήφθηκε στο έργο «Ψυχή τε και Σώματι» με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός στον Γρηγόρη Αυξεντίου». Το ερμηνεύει ο Κώστας Χατζηχριστοδούλου. Ας το ακούσουμε, λοιπόν:

Γιάννης Ρίτσος & Μάριος Τόκας, Αποχαιρετισμός στον Γρηγόρη Αυξεντίου

« Last Edit: 07 Aug, 2009, 17:56:36 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ο τελευταίος κι ο πρώτος τού Λίντιτσε (1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο τελευταίος κι ο πρώτος τού Λίντιτσε (απόσπασμα)

[...]

Δεν ήθελα να θυμάμαι. Βασανίστηκα.
να σκοτώσω τη μνήμη. Τώρα βασανίζομαι
να σκοτώσω τη λησμοσύνη που απλώνεται μαλακιά μες στους κήπους,
σκεπάζει το θυμό, το μίσος, τον πόνο, το φόβο,
δίνει μια τρυφερή, κυκλική λάμψη στα ποτήρια
σαν φωτεινά μηδενικά, μετέωρα πάνω απ' το τραπέζι,
μετέωρα πάνω απ’ την καινούργια δίψα μας, (-να διψάς ακόμη
σαν έχεις δει τις ορθωμένες κείνες γλώσσες
μαύρες μες στον καμένο ουρανίσκο!-) η λησμοσύνη
σκεπάζει ακόμη μια φορά τους σκοτωμένους
όχι πια με τρία μέτρα χώμα
μα με μια σκέψη που σκέφτεται για το αύριο,
που σκέφτεται για το καλύτερο. Δεν ξέρω, η λησμοσύνη
αν είναι σοφία ή δειλία ή κούραση. Θέλω να θυμάμαι.
Θέλω να δώσω τη συγνώμη μου μες απ' τον πόνο μου
Όχι μες απ' την κούραση μου. Θέλω να θυμάμαι και να σκέφτομαι,
να εκμηδενίζω τον πόνο με τη σκέψη
κι  όχι να κρύβω το φόβο με τη σκέψη. Μια σκέψη θετική κι οργανωμένη
στην πείρα τη δική μας, τη δική σας - μια σκέψη για όλους μας
που να νικήσει ακόμη των εχθρών την εχθρότητα. Κ' οι λάμπες εκείνες
του Κλάντνο -τα καλοκαιριάτικα βράδια-

Την άλλη μέρα ήρθε κατάχλωμη η ζωή - δεν ήξερε τι να κάνει
σ' αυτή την καμένη ερημιά, ένας κίτρινος ήλιος
στεκότανε σαν άδειο ανάποδο πηγάδι πάνω απ' τον κόσμο
όταν η τελευταία  ανθρώπινη κραυγή χανόταν στο βάθος τής πεδιάδας
κρυβόταν στα μάτια της σε δυο τελευταία ξερά φύλλα
κ' οι λάμπες των ανθρακωρύχων άναβαν ακόμα αδιόρατες
πέρα, μακριά, περασμένες στη ζώνη τού ορίζοντα - χάνονταν.

[...]
     
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 24 Nov, 2013, 16:24:15 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Ράινχαρντ Χάιντριχ


Ο Ράινχαρντ Χάιντριχ με στολή υποστρατήγου των SS (περίπου 1940/41).

Ο Ράινχαρντ Όιγκεν Τρίσταν Χάιντριχ (Reinhard Eugen Tristan Heydrich) ήταν στέλεχος των SS, ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Χίμλερ. Εξαιρετικά φιλόδοξος, ήταν ο πρωτοστάτης της Τελικής Λύσης, του σχεδίου των Ναζί για το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα, ψυχρός υπολογιστής χωρίς κανένα οίκτο και γι' αυτό επάξια έφερε τα προσωνύμια «Το ξανθό κτήνος» (από τους ίδιους τους SS) και «Δήμιος Χάιντριχ». Είχε, επίσης, συζητηθεί μέχρι και η διαδοχή του Χίτλερ από αυτόν.

[...]

Δολοφονία και αντίποινα

Στις 27 Μαΐου 1942 ο Χάιντριχ μετακινείται στην Πράγα πάντα με την πράσινη Μερτσέντες του. Σε μια κλειστή στροφή το αυτοκίνητο ανακόπτει ταχύτητα. Εκεί τον περιμένουν οι άνδρες της "Ελεύθερης Τσεχίας", οι οποίοι είχαν εκπαιδευθεί και εξοπλιστεί στη Βρετανία και είχαν γυρίσει στη χώρα τους με στόχο τη δολοφονία του. Επρόκειτο για τους Γιαν Κούμπις (Jan Kubis) και Γιόζεφ Γκάμπτσικ (Jozef Gabcik). Αρχικά πυροβόλησαν τον Χάιντριχ, χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα. Έριξαν, όμως, και μια χειροβομβίδα, η οποία όταν εξερράγη τον τραυματίζει. Καταφέρνει να βγει από το αυτοκίνητο με το πιστόλι στο χέρι και αρχίζει να βάλει εναντίον των αντιστασιακών. Ωστόσο, το τραύμα του δεν είναι ασήμαντο και ύστερα από λίγο καταρρέει και σωριάζεται στο δρόμο. Μεταφέρεται στο Νοσοκομείο της Πράγας, στο οποίο ο Χίμλερ στέλνει τους προσωπικούς του γιατρούς για να τον φροντίσουν.

H Μερτσέντες του Χάιντριχ

Έχει, όμως, κτυπηθεί στη σπλήνα και τα θραύσματα που έχουν σφηνωθεί εκεί, μαζί με τμήματα από την ταπετσαρία τού αυτοκινήτου και τη στολή του, του προκαλούν σηψαιμία. Οι προσπάθειες των γιατρών αποβαίνουν άκαρπες και ο Χάιντριχ καταλήγει. Η Γκεστάπο και τα SS, στο μεταξύ, εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό για να εντοπίσουν τους δολοφόνους του. Εκτελούνται τόσο οι δολοφόνοι όσο και οποιοσδήποτε πιστεύουν ότι μπορεί να είχε κάποια ανάμιξη στη δολοφονία. 3.000 Εβραίοι από το γκέτο του Τερεζίενσταντ οδηγούνται για εκτέλεση. Άλλοι 500 συλλαμβάνονται στο Βερολίνο και 152 από αυτούς εκτελούνται κατά τη διάρκεια της κηδείας του, ως αντίποινα για το θάνατό του. Οι Ναζί του επιφύλαξαν μεγαλοπρεπή κηδεία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Χίτλερ τον αποκάλεσε «ο άνθρωπος με τη σιδερένια καρδιά».

Η σφαγή του Λίντιτσε

Κατ' εντολήν του Χίτλερ, και ως πράξη εφαρμογής σκληρότερων αντιποίνων, οι άνδρες της SD (Sicherheitsdienst, Υπηρεσία Ασφαλείας της SS) κυκλώνουν την μικρή κωμόπολη του Λίντιτσε (Lidice) με την (ψευδή) κατηγορία ότι οι κάτοικοί του είχαν βοηθήσει τους εκτελεστές του Χάιντριχ. Εδώ γράφεται μια από τις μελανότερες πράξεις του Πολέμου, στις 10 Ιουνίου 1942: Τρεις αξιωματικοί και είκοσι στρατιώτες συστήνουν εκτελεστικό απόσπασμα, από το οποίο μεθοδικά εκτελούνται όλοι οι άνδρες της πόλης άνω των 16 ετών, συνολικά 172 άτομα, με πυρά πυροβόλων όπλων. Την ίδια τύχη έχουν ένδεκα άνδρες που άλλαζαν βάρδια σε παρακείμενο ορυχείο και δεκαπέντε συγγενείς των εκτελεστών, ανεβάζοντας τον αριθμό των θυμάτων σε 198. Εκτελούνται, επίσης, επιτόπου 71 γυναίκες, άλλες επτά οδηγούνται για "ανάκριση" στην Πράγα, όπου επίσης εκτελούνται. Οι υπόλοιπες γυναίκες, 184 συνολικά, οδηγούνται στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρικ, απ' όπου θα επιζήσουν 143. Ενενήντα παιδιά στέλνονται στο στρατόπεδο του Γκνάιζεναου (Gneisenau). Μερικά από αυτά, έχοντας τα άρεια χαρακτηριστικά, στέλνονται σε ορφανοτροφεία του Ράιχ ή δίνονται για υιοθεσία σε οικογένειες των SS, διαφεύγοντας έτσι το θάνατο. Η ίδια η κωμόπολη πυρπολείται. Τα ερείπια καταστρέφονται με δυναμίτη και μπουλντόζες την ισοπεδώνουν, διαγράφοντάς την ολοκληρωτικά από το χάρτη, καθώς διατάσσεται η εκτύπωση χαρτών χωρίς το όνομα της πόλης. Στο χωράφι που κάποτε υπήρχε η πόλη σπέρνεται σιτάρι. Η κωμόπολη αποτέλεσε σύμβολο της Ναζιστικής κτηνωδίας. Την ίδια τύχη έχει και το παρακείμενο χωριό Λέζακι (Lezaky), στο οποίο οι SS ανακάλυψαν τον ασύρματο επικοινωνίας των εκτελεστών, στο οποίο εκτελούνται όλοι οι ενήλικες κάτοικοι. Με εντολή του Χίμλερ στις 24 Οκτωβρίου 1942 εκτελούνται με αέρια 242 συγγενείς και φίλοι των κατοίκων του Λίντιτσε, κρατούμενοι στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν.


Τα ερείπια του Λίντιτσε, καλοκαίρι 1942. Φωτ. Library of Congress

Μετά τον Πόλεμο το Λίντιτσε ανοικοδομήθηκε λίγο πιο μακριά από το παλαιό και ονομάστηκε Νόβο Λίντιτσε (Novo Lidice). Ποτέ, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ Λίντιτσε και δολοφονίας του Χάιντριχ. Ο επικεφαλής της σφαγής του Λίντιτσε Συνταγματάρχης των SS Μαξ Ρόστοκ (Max Rostock) συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1951.

[...]

Πηγή: βικιπαίδεια
« Last Edit: 24 Nov, 2013, 16:26:03 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Η γέφυρα (1959)]

Γιάννης Ρίτσος, Η γέφυρα (απόσπασμα)

[...]

Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές ανάγκες μας,
Αυτές μας σώζουν μάλιστα, μας δίνουν
ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε,
κ' η γνώση τους κ' η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας,
είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας,
είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια
η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που κάποτε
μπορεί να κλάψεις από τρυφερότητα
γι' αυτή σου την ομολογία, γι' αυτή σου τη ταπεινοσύνη,
γι' αυτή την περηφάνια που γεννήθηκες και θα πεθάνεις,
γι' αυτό σου το έργο που ξεκίνησε απ' αυτές τις ανάγκες σου
να προσφερθεί στις ανάγκες των άλλων,
στις αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου - αιώνιο έργο.

Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας - κ' είναι μια χαρά για μένα
Να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την ωραία υπομονή σας
Και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας. Λοιπόν αφήστε με
Να ξαναπώ τ' άρθρα τής πίστης μας με την απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,
με το γλυκύ ενθουσιασμό τού νέου προσήλυτου που αποστηθίζει 
τ' άρθρα τής ζωής γραμμένα με μεγάλα κόκκινα γράμματα
στην πρόσοψη της ιστορίας και του ορίζοντα :
Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή τού ψωμιού,
Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση παραγωγής ψωμιού για όλους,
Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η ειρήνη,
Πιστεύω πως η πρώτη ελευθερία μας δεν είναι η μοναξιά μας,
Αλλά η συντροφικότητα μας, όσο για τ' άλλα,
Πάντα θα υπάρχει καιρός και για κείνα, μα από κει και πέρα.
Γι αυτή τη γέφυρα ήθελα να σας μιλήσω -

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 24 Nov, 2013, 16:24:48 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ασκήσεις (1950-1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Απουσία

Μέσα στα χέρια του κρατούσε τον ίσκιο των χεριών του.
Η νύχτα ήταν καλή - δε βλέπαν οι άλλοι πως κρατούσε τον ίσκιο του.
Ενίσχυε τη νύχτα. Φυλαγόταν. Έτσι υπολόγιζε πιότερο τους άλλους.

Η θάλασσα γύρευε ακόμη τα μάτια του - εκείνος έλειπε.
Ένα κορίτσι τού κούμπωνε αργά το σακάκι του
- αυτός κοιτούσε αλλού χαμογελώντας τη μεγάλη απόσταση.

Ίσως, ψηλά, μες στην αστροφεγγιά, νάνοιγε ένας φεγγίτης
που κοίταζε τα λιόδεντρα και τα καμένα σπίτια.
Εκείνος άκουγε τη πεταλούδα που γυρνούσε στο ποτήρι τού ψυχοσάββατου
και την κόρη τού ψαρά που άλεθε στο μύλο τού καφέ την ησυχία.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 14 Aug, 2009, 21:22:32 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ασκήσεις (1950-1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Ασκήσεις

Το ανέκφραστο


Το βράδυ, τα δέντρα, είναι συλλογισμένα. Το ίδιο κ' οι πέτρες.
Το ίδιο κ' οι φωνές. Είναι σα να γυρνούν στο σπίτι τους
και να κλειδώνουν πίσω τους την πόρτα. Πίσω απ' την πόρτα
μένει μια ολόγυμνη γυναίκα μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη.

Το ξέρεις και χαμογελάς. Δε βλέπεις τίποτα. Μες στο τραγούδι
ίσως και να την εύρισκες. Μα έτσι να κάνεις για να τραγουδήσεις
τα χείλη χάνουνε το σχήμα του χαμόγελου.  

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 17 Aug, 2009, 19:12:22 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Στίχοι από σκισμένα ποιήματα (1938-1952)]

Γιάννης Ρίτσος, Νύχτες καλοκαιριού

I

Το δίχως άλλο χτες τη νύχτα οι άγγελοι
άφησαν τα φτερά τους στ' ακρογιάλι
για να καθίσουν τα γυμνά κορίτσια.

II
Ύστερα το καράβι χάθηκε
τα’ αστέρια σοβαρεύτηκαν
στο καφενείο της προκυμαίας έσβησαν τα φώτα
έμεινε η μυρωδιά τής νικοτίνης
στα μαλλιά και στα χείλη τού πρωινού.

III
Ένα παραθυράκι καταμόναχο
κρέμεται μέσα στα βασιλικά του
άντικρυ στον αποσπερίτη.  

V
Τρίζει το αλάτι
ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μας
και στα ματόκλαδά μας.

VIII
Μετά τις ντουφεκιές μείναν στο δάσος λίγα πούπουλα
ν' αργοπορούν στον αέρα
να κάθονται στ' αγκάθια.

Γιατί έκρυψες δυο πούπουλα στη τσέπη σου;

IX
Τι σιωπηλό το πάτημα του νυχτοφύλακα πίσω απ' τον ύπνο.
Κάτω απ' τα δέντρα τού παραθαλάσσιου κέντρου
φιλιούνται ακόμη οι εραστές -
νοιώθουν επάνω στο φιλί τους τη λεπτή υγρασία τής νύχτας.

ΧΙ
Κάτω στη προκυμαία ανάψανε τα φώτα
ασετιλίνες στα καφενεδάκια και στις βάρκες
οι κυριακάτικοι εκδρομείς με τα γραμμόφωνά τους φύγαν
τ' άσπρο πλοιάριο αραγμένο στα ρηχά.

Να μείνουμε ακόμη - είπε η γυναίκα. Να μείνουμε.
Ο άλλος δε μίλησε κάτου απ' το φανοστάτη.

Βαθύ κι απέραντο το διάστημα σαν κοιμισμένη πέτρα.

XII
Πού θα πάμε πιο πέρα; Όλο πιο πέρα λένε τα μάτια σου.
Κάθισε στη καρέκλα. Είναι παντού εδώ πέρα.
Κάθε γουλιά τού αγέρα, αθανασία. Και το νερό στο ποτήρι.

Αργά σαλεύει ο αχινός τη μοναξιά του.

Μια βάρκα αράζει..
Όρθιος ο βαρκάρης κατουράει στη θάλασσα.
Κάτω απ' τον ήχο πιο βαθιά η ησυχία.

XIII
Στα δόντια σφηνωμένη φλούδα σταφυλιού
μια δύναμη στυφή στον ουρανίσκο
μια δύναμη όχι για φιλί, για δάγκωμα.

Στον πέρα μώλο αφήνουν τα κορίτσια τα φουστάνια τους
πέφτουν στη θάλασσα
κι ανθίζουν τα φουστάνια ως πέρα στ' ακρογιάλι.

Το βράδυ το φεγγάρι είναι πολύ μετανιωμένο.

XIV
Ο αγέρας περιμένει κάτου απ’ το φτωχό κρεβάτι τής ταβέρνας
σαν το σκυλί που περιμένει τον αφέντη του - να τον πάρει, να φύγουν,
και το φεγγάρι είναι κλειστό κι απόμακρο μέσα στη νύχτα
σαν το φουγάρο πεθαμένου καραβιού που πια δεν θα σφυρίξει.

Άνοιξε το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί απ' τις πίπες μας
να μπει η αρμύρα στα ζεστά σεντόνια
να μπει ο ουρανός να κάτσει στη μικρή καρέκλα.

Πιο κάτου η ασημένια παραλία λαμποκοπάει
πάνω σε μια κουλούρα καραβόσκοινο μένει η σιωπή
κοιτάζει τ' αραγμένα πλοία
να ξεχωρίσει τ' όνομα του καραβιού σου
γραμμένο με μεγάλα ξένα γράμματα -
και δεν μπορεί να το διαβάσει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Aug, 2009, 16:47:41 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Θερινό φροντιστήριο(1953-1964)]

Γιάννης Ρίτσος, Διάρκεια

Η νύχτα μας κοιτάζει μες απ' τα φυλλώματα των άστρων.
Όμορφη νύχτα, σιωπηλή. Θάρθει μια νύχτα
κι εμείς θα λείπουμε. Και τότε πάλι
θα τραγουδάνε οι αραποσιτιές τ' αρχαία τραγούδια τους,
οι θερίστριες θα ερωτεύονται πλάι στα δεμάτια,
κι ανάμεσα απ' τους ξεχασμένους στίχους μας
όπως ανάμεσα απ' τα κίτρινα στάχυα
ένα πρόσωπο νεανικό, φωτισμένο απ' το φεγγάρι,
θα κοιτάζει, όπως εμείς απόψε,
εκείνο το μικρό ασημένιο σύννεφο
που γέρνει κι ακουμπάει το μέτωπο του στον ώμο τού λόφου.  

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 24 Aug, 2009, 23:31:32 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Θερινό φροντιστήριο (1953-1964)]

Γιάννης Ρίτσος, Τα βράδια τού καλοκαιριού

Τα βράδια του καλοκαιριού πλαγιάζει με ανεξήγητη κούραση.
Τα ρούχα του, ριγμένα στην καρέκλα, έχουν το βάρος
μιας ασυγχώρητης αναβολής. Η νύχτα
κινείται μες στον κύκλο μιας προκαταβολικής μετάνοιας.
Κι αν κάποτε, στο δρόμο κάτω, μια νεανική παρέα
περάσει τραγουδώντας στη δροσιά τού φεγγαρόφωτου, τότε
δυο-τρία λουλούδια πέφτουν μέσα στ' άδεια παπούτσια του.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 29 Aug, 2009, 19:22:10 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Μικρό Αφιέρωμα (1960-1965)]

Γιάννης Ρίτσος, Διακοπές

Δυο πόρτες ανοιγμένες κατευθείαν στον ουρανό.
Στο δρόμο παρατεταγμένα αγροτικά καλάθια
με κληματόβεργες και κληματόφυλλα. Παιδικά ονόματα,
βερίκοκα, ροδάκινα, σταφύλια, αχλάδια, σύκα,
με το ξεχωριστό άρωμα τους χρωματίζοντας
μια γυάλινη, περιστρεφόμενη, μεγάλη σφαίρα
σαν την έγχρωμη υδρόγειο στην έδρα τού κλειστού σχολείου,
κι απ' έξω τα’ άτακτα τζιτζίκια ν' απαγγέλουνε
τα ίδια και τα ποιήματά τους - όχι για τις εξετάσεις.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
« Last Edit: 01 Sep, 2009, 21:44:11 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ο οδηγός τού ασανσέρ (1970)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο οδηγός τού ασανσέρ (απόσπασμα)

...

    Μια νύχτα
ο Οδηγός τού ασανσέρ, σαν είχαν αδειάσει τα γραφεία
κ' είχε φύγει κ' η τελευταία καθαρίστρια, κ' η πολυκατοικία ολόκληρη
με τις πλυμένες σκάλες της είχε απομείνει μόνη κι ολόγυμνη
βουίζοντας απ' τη σιωπή της - ο Οδηγός τού Ασανσέρ
πάτησε το κουμπί τού εβδόμου ορόφου, ν' ανέβει λίγο στην ταράτσα ν' ανασαίνει.
    Το ασανσέρ
δεν σταμάτησε στο έβδομο πάτωμα -
όγδοο, δέκατο, εικοστό πάτωμα, - κανένας
το ασανσέρ πέρασε απ' την στέγη, απ' την ταράτσα, ο Οδηγός
αναγνώρισε τα κυπαρίσσια τού νεκροταφείου, αναγνώρισε πίσω απ' το στενόμακρο παράθυρό του
τις ψηλές καμινάδες απ' τη φάμπρικα του τσιμεντάδικου
ύστερα τίποτα απ' την πολιτεία
ύστερα τ' άστρα
ύστερα
τ' ανεξιχνίαστα γεγονότα τής σελήνης
κι ο οδηγός
ανεβαίνοντας κατακόρυφα  
όρθιος, περίτρομος, ακίνητος - αν έγερνε λίγο
ίσως νάγερνε μαζί κι ο θαλαμίσκος βουτώντας στο διάστημα
    τότε
θυμήθηκε τα παιδιά του, τη γυναίκα του
και πρόσφερε ασυναίσθητα τη λέξη «ψωμί» μονομιάς
το ασανσέρ μπήκε στη σωστή τροχιά του
κατέβηκε  μαλακά στο οικείο ισόγειο,
ο οδηγός άνοιξε τη στενή  πύλη
βγήκε στο φιλικό του διάδρομο, λιγάκι παραξενεμένος
που η ζωή είναι τόσο παράδοξη, τόσο απλή, τόσο απέραντη.
    Στο σπίτι
τον περίμεναν από ώρα. Αυτός
ακούμπησε στο στρωμένο τραπέζι, με μια κίνηση αδιάφορη,
μιαν ανθοδέσμη από κίτρινες μαργαρίτες
που είχε ξεχάσει στο ασανσέρ η κυρία του Έξω Ορόφου
και φεγγοβόλησαν τα πιάτα και τα πρόσωπα των παιδιών του.
    Γι' αυτό
καθόλου δεν παραξενεύτηκαν πλάι στο επιπλοποιείο
με τους παλιούς καθρέφτες που καθρέφτιζαν τα στιλπνά σύννεφα
της άνοιξης, καθόλου
δεν το παραξενεύει πια ούτε ο θάνατος των άλλων ή και του εαυτού του,
οι ρόζοι του ξύλου
στα πλανισμένα μεγάλα σανίδια που ήταν σαν κλεισμένα μάτια,
βλεφαρίζουν και πάλι
σάμπως να ρέει μέσα τους ξανά το αρχαίο τους βλέμμα ή το βλέμμα τής άνοιξης.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 05 Sep, 2009, 10:08:46 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ο Φαροφύλακας (1958)]
                                  
Στον Γεράσιμο Σταύρου

Γιάννης Ρίτσος, Ο Φαροφύλακας (απόσπασμα)

Να μείνεις. Να μείνεις εδώ. Μια ησυχία, μια βαθιά ησυχία
σχεδόν μια ευτυχία, σαν νάληξε η μεταβλητότητα
ή σαν η θάλασσα νάχει αναλάβει και τη δική μας κίνηση
κ' εμείς, απ' το παράθυρο εδώ, μπορούμε να την παρακολουθούμε
ακίνδυνα, και κάπως μαγεμένοι μάλιστα
απ' όλα αυτά τα φευγαλέα υδάτινα σχήματα,
απ' αυτές τις ανώδυνες κραυγές, τους αναίτιους θορύβους,
τα ετοιμόρροπα χρώματα, τ' αντιφεγγίσματα, τις μεταπτώσεις,
αμέτοχοι, κολακευμένοι κιόλας απ' τη γνώση μας
για το αμετάβλητο του νερού κάτω απ' τις πολυθόρυβες,
τις απειλητικές χειρονομίες των ανέμων. Να μείνεις.

Σε λίγο θα διακρίνεις κάτω απ' το τεμάχιο των ήχων
την ταπεινόφρονη, αδιαίρετη σιωπή. Θα την διακρίνεις
σα μιαν ευγένεια προς τον ίδιο τον εαυτό σου. Ιδίως την ώρα που βραδιάζει
κ' η κάμαρα μυρίζει αρμύρα, κάπνα και πετρέλαιο -
(μια οξύτατη ευωδία από φύκια κι άνεμο και σπιτική ησυχία,
μαζί με τη ζεστή ανάσα τού καφέ και την απέραντη βραχνάδα τού ορίζοντα),
κείνη την ώρα σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια άνετη, στέρεη κοιλότητα
σκαμμένη σφαιρικά μέσα στο μάταιο θόρυβο,
και, πότε-πότε, απόναν κρότο πιο ισχυρό, μια εξαίσια ταλάντευση    
σάμπως να σε σκουντάει στον ύπνο σου ένα χέρι αγαπημένο χωρίς να σε ξυπνήσει
δίνοντας σου ταυτόχρονα την αίσθηση της ηρεμίας τού ύπνου
και του χεριού τού αγαπημένου. Ναι, να μείνεις.

Εδώ είναι σα να βρίσκεσαι σε μια καινούργια κιβωτό όπου σύναξες
μνήμες και πράξεις και όνειρα, για να τα σώσεις
και να σωθείς κι εσύ μαζί τους, -δέντρα και φυτά κι αγαθά ζώα
και σπόρους λουλουδιών∙ μπορείς να φαντάζεσαι
την άνθηση τους σα μικρές εκρήξεις από χρώματα,
σα μικρά πολύτιμα ηφαίστεια- τα βλέπεις κιόλας να φωτίζουν με τα χρώματά τους
τα χέρια σου, τη σόμπα, τη ντουλάπα, το τραπέζι
και τα παπούτσια σου πάνω στη καρέκλα∙ κ' έτσι φωτισμένα
τ' άδεια σου χέρια, μοιάζουνε και πάλι σα γεμάτα.

Τότε το ξύλινο τραπέζι με το χοντρό στρατσόχαρτο
γίνεται ένα μεγάλο δάσος όπου τέσσερις νέοι ξυλοκόποι
κόβουν τα δέντρα για να φτιάξουν το τραπέζι∙ βλέπεις
κ' ένα μικρό επιπλοποιείο όπου τέσσερις νέοι ξυλουργοί
σκυμμένοι με πολλή φροντίδα φτιάχνουν το τραπέζι. Εδώ θα τρώμε. Κάποτε,
την ώρα που βραδιάζει, οι σκιές ανεβαίνουν με μικρές κυριαρχικές κινήσεις
σαν αχινιοί, εντελώς σαν αχινιοί, απ τα πόδια των επίπλων
ως τη ράχη της καρέκλας, ως επάνω σ αυτό το τραπέζι
ανάμεσα στα φλιτζανάκια, τα ποτήρια, το σταχτοδοχείο
κ' υποχρεώνεσαι να δεις και να σωπάσεις∙ μα η σιωπή σου
είναι κιόλας μια ομολογία πως είδες, μια μαρτυρία
πως κρατάς κάποιο μυστικό ή πως κάτι δεν ξέρεις,
μια κατανόηση ανεπάρκειας που πέφτει μ' έναν κούφιο θόρυβο
στο βασικό κενό σαν έναν αναμμένο αποτσίγαρο στη θάλασσα.

Κάποτε πάλι, τις νύχτες με φουρτούνα, τούτο το τραπέζι
καμπυλώνει τη ράχη του σαν ήμερος ελέφαντας
για να σε σεργιανίσει σ' ένα παραμύθι. Μη νομίσεις
πως πρόκειται για λησμονιά και αδράνεια. Υπάρχουν κ' εδώ πέρα
ένα σωρό δουλειές, καθήκοντα κ' ευθύνες, όπως λένε.

...
  
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 10 Sep, 2009, 17:25:05 by wings »


 

Search Tools