Γιάννης Ρίτσος

wings · 156 · 250833

and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Νύξεις (1970)]
                                  
Στον Γιώργο Σαββίδη

Γιάννης Ρίτσος, Νύξεις (απόσπασμα)

Λιόγερμα. Λάμποντα χρώματα. Αγέρας. Αυτός
πλεύρισε τον παλιό τοίχο ν' απαγκιάσει. Ξάφνου
πάνω στο μαύρο λόφο πρόβαλε η λευκή σελήνη.
Οι δυο αριθμοί στο μάρμαρο ήταν μαύροι.
                              
                           *
Βαθειά νηνεμία. Μια βάρκα σκιώδης
κάτω ακριβώς από κείνο το αστέρι –
γι' αυτά που χάθηκαν, για κείνα που δεν ήρθαν.

                           *
Στην άδεια τσέπη του ένα νόμισμα αρχαίο, λησμονημένο –
η αφή του αναγνωρίζει στα τυφλά τού θεού τα γυμνά μέλη.

                           *
Λαξεύει κόκαλα αλόγων. Φτιάχνει
ένα μικρό άσπρο άλογο. Το αφήνει στο τραπέζι
πλάι στο χαρτί που περιμένει το ποίημα.

                           *
Το κίτρινο λεωφορείο τής παραλίας.
Ένα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα. Αυτός, κουρασμένος,
διακρίνει και πάλι άθελα του τον καπνό τής Ιθάκης.

                           *
Το δέντρο, το άγαλμα, ο κήπος, η γερόντισσα –
να συλλογιέσαι τη διάρκεια των λέξεων, να βγαίνεις
έξω απ' το χρόνο, απ' την πύλη τού ποιήματος.

                           *
Ένδοξη διαύγεια της μέρας. Πάνω απ' τα στάχυα
ψηλές κολόνες ο μεγάλος καπνός 
απ' το φούρνο τού μικρού αγγειοπλαστείου.
Σε μια άσπρη λήκυθο, γαλανό θα σχεδιάσω
γυμνό το σώμα σου μ' ένα σπάγκο στη μέση.

                           *
«Τέλος», φωνάζει το πουλί ψηλά στο λιόγερμα
«τέλος», φωνάζουν λάμποντας τα τζάμια στ' ακρογιάλι –
λάμψη τυφλή, μελετημένη αντιστροφή τού χρόνου.

                           *
Βράδυ βαθύ. Και απρόσμενα ο χτύπος
απ' τα φτερά ενός γλάρου καθυστερημένου.
Ύστερα γίνεται πιο εύκολη η νύχτα.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
« Last Edit: 16 Sep, 2009, 20:07:32 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Η  ώρα των ποιμένων (1962-1971)]

Γιάννης Ρίτσος, Η ώρα των ποιμένων (απόσπασμα)

Στον Στρατή Τσίρκα

Ήταν ωραία εκεί στην επαρχία - μια βαθειά λησμοσύνη. Είχαν αρχίσει
ατέλειωτες βροχές, τα χωράφια μαλάκωναν, μουσκεύαν τα δέντρα,
μικρά σαλιγκάρια σεργιανούσανε στους μέσα τοίχους
αφήνοντας πίσω τους μιαν ασημένια γραμμή καθώς μένει
μετά τον πόνο μια κλωστή σάλιο πλάι στο στόμα του κοιμισμένου.
Ο μπάρμπα-Λάμπης
χαμογελούσε απόμακρα. Ένα ελάχιστο πράσινο φύλλο
κρυβόταν μέσα στα γένια του, με κάποια πονηρή τρυφερότητα.

Ίσως αυτός κάτι πιότερο νάξερε, ίσως νάχε συμφωνήσει
μ' εκείνη τη σκιά πούβγαινε κάπως πλάγια απ’ την πόρτα μόλις άναβαν τη λάμπα
ή μόλις κάποιος έλεγε σιγά, μα καθαρά, «θυμάμαι».

Τίποτα δε μεσολαβούσε απ' την μιαν ώρα στην άλλη,
απ' τη σιωπή στη φωνή. Μονάχα ο ήχος τής βροντής ομοιόμορφος,
δίκαιος, ισοπεδωτικός (γι αυτούς που λείπουν και γι’ αυτούς που μένουν) -
μεγάλη, υδάτινη πολιορκία, ασφαλίζοντας
τη ζωή μέσα στα σπίτια. Μια τεράστια ησυχία
κατέβαινε απ' τα σύννεφα. Οι εσπερινές καμπάνες
δεν ακουγόταν διόλου σχεδόν. Τα χρώματα σβήναν
κίτρινα, καστανά, σταχτιά, και κάποια ιδέα μενεξεδένιο,
στίγματα σκόρπια, εκεί που λήγει η αμφιβολία. Η Μαρία
κρατούσε πάντα τη θέση της μες στην τραπεζαρία ή στα μέσα δωμάτια
με το μαύρο της φόρεμα -πιο αθόρυβη τώρα-
ένα χέρι χλωμό με την τσιμπίδα που αναδεύει τα κάρβουνα  
μες στο μεγάλο πανάρχαιο μπρούντζινο μαγκάλι ή ετοιμάζει
τα γλυκά στην κουζίνα δίχως ν’ ακούγεται κρότος
από μαχαίρια, κουτάλια, ποτήρια, χαλκώματα
ή μυρωδιά από μέλι, ζάχαρη, μοσχοκάρφι, κανέλα.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 24 Sep, 2009, 19:50:37 by wings »



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Δελφοί (1961-1962)]

Γιάννης Ρίτσος, Δελφοί (απόσπασμα)

...

Κάποτε, τούτες οι κολώνες, μέσα στο θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν
με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού, κ' οι κερκίδες τού θεάτρου
είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων γιγάντων
γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα
χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτική ανάγκη
της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς καθόλου
τον εξευτελισμό τής ήττας, την υπεροψία τής νίκης, μόνο
με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη τής γυμνότητας.

Λοιπόν, τι χρειάζονται όλα αυτά; -σχόλια, επαναλήψεις,
ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα
πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα
τα σύγχρονα μας σκηνικά, φτηνά, μπογιατισμένα, από χαρτί και λινάτσα,
μέσα στο φως τής μέρας που έφευγε- χαρτονένιες κολώνες,
χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη -δεν καλοπρόσεξα
τέλειωνε το έργο, οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν,
στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια
ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.

Κι όμως, επάνω απ' όλο αυτό το θόρυβο, τη σύγχυση, τις μεταφράσεις
θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου
ανήκουστη, βαθειά, επιβλητική, μακρινή, ξένη,
ωστόσο δική μας -σου γεννάει και πάλι
τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις κι ανακαλύπτεις κιόλας
κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο φως τής εσπέρας και στα μάρμαρα,
ανάμεσα στις φτωχιές χαρτονένιες κολώνες και στο ναό τού Απόλλωνα,
ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους κοθόρνους, τα σκήπτρα
και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα μαύρα μαντήλια των μανάδων.  

Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ' τις συγκινήσεις μας,
όταν αδειάζει ο χώρος απ' τους ξένους κ' η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,
όταν σ' ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουν δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας
αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.

Τι ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κ' η κρήνη.
Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη,
ύστατη ευπείθεια, ολιγαρκής απελπισία -ίσως και ολιγωρία. Και πάντα
αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.
Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα, οι προβολείς στα δέντρα
κι αυτό το τραγούδι, -σε τι τάχα αποκρίνονται;
σε τι τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει.
Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι -τη νοιώθεις;-
πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα νάχω πεινάσει.
Ώρα να κατεβούμε. Τι λες; Πέφτει λίγη υγρασία.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 29 Sep, 2009, 00:44:00 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Κάτοψη (1971)]

Γιάννης Ρίτσος, 6. Επανάληψη

Πάλι τα ξεχασμένα εκείνα
τα περιφρονημένα
η μη-ομολογία
η μη δήλωση
το δάγκωμα της γλώσσας
το χάραγμα στον τοίχο με το νύχι
η ανάσα τής κρυμμένης σημαίας
κάτω απ' το πουκάμισο
ερωτικά
σύριζα στη ρώγα τού στήθους.

Άνθρωπος πάλι
ο πιο κυνηγημένος
ο πιο συμμέτοχος
ο πιο μόνος.

Υπεύθυνος
Άνθρωπος.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 03 Oct, 2009, 20:08:37 by wings »



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Κάτοψη (1971)]

Γιάννης Ρίτσος, 18. Ακεραίωση

Όταν μεταφέρεσαι
απ' τον ακέραιο χώρο
στα προεξέχοντα στίγματα
απ' το κρεβάτι στο δρόμο
απ' το φέρετρο στο παράθυρο

α εκείνο πάλι
το ράγισμα στα χείλη
απ' όπου μπαίνει ο κόσμος
τεμαχισμένος
διαθλασμένος
αλλιώς ακέραιος
τούτος ο κατασυντριμμένος κόσμος
με τις πολύχρωμες βιτρίνες του γεμάτες
ηλεκτρικές σκούπες ψυγεία ραδιόφωνα
ηλεκτρικές καρέκλες και σημαίες.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
« Last Edit: 05 Oct, 2009, 17:51:42 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Κάτοψη (1971)]

Γιάννης Ρίτσος, 19  Ελευθερία

Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι' αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι' αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές;)
την ίδια.

Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ' τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο τού διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ' τις πέτρες
όλες τις νύχτες

μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ' αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο

ε-λευ-θε-ρί-α.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
« Last Edit: 12 Oct, 2009, 01:46:18 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Οι γειτονιές τού κόσμου (1949-1951)]

Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές τού κόσμου (απόσπασμα)

Στον Μάρκο Αυγέρη

Γ'

Ερχόταν η άνοιξη.
Μια δυνατή κραυγή ανηφόριζε μέσα στη νύχτα
όπως ανηφορίζει η σκοτεινή κραυγή τής βλάστησης μες απ' το χώμα.
Οι φίλοι μας φεύγαν την αυγή.
Το βράδυ δεν ματάρχονταν. Ξέραμε.
Σφίγγαμε την καρδιά μας σαν γροθιά. Δεν κλαίγαμε.
Σφίγγονταν κι οι καρποί στα δέντρα. Χρειάζονταν πολλή
πολλή αγάπη ανάμεσα μας, πολλή προσοχή
για να μην ακούγεται ο θάνατος που σεργιανούσε στα βήματα μας.

Τα χτεσινά λόγια, τα ίδια λόγια
βάραιναν πιότερο στα χείλη. Στρώσε το κρεβάτι.
Συγύρισε μια στάλα το σπίτι,
τώρα που θα ‘ρθει η άνοιξη να μη μας εύρει άνω-κάτω.
Η Μαρία έλεγε: «Μη φοβάσαι, θ' ανθίσουνε τα δέντρα.»

Α, ναι, θ' ανθίσουνε. Νάτη στο μεσοπόρτι
σκυμμένη κιόλας η Άνοιξη. Μη φοβάσαι.
Η άσπρη στοργή ενός πιάτου στο τραπέζι.
Λίγο ψωμί που το μοιράζονται δυο.
Ένα όνειρο που το μοιράζονται όλοι.
Η πιατοθήκη γίνεται μια μικρή σκάλα
που ανεβοκατεβαίνει αμίλητη η έγνοια του σπιτιού.
Αχ, να 'ταν ήσυχη η καρδιά τού ανθρώπου
να 'ταν ήσυχα το βράδυ τ' αστέρια πάνου στη σιγαλιά
όπως είναι τα πλυμένα ποτήρια πάνω στο ράφι.
Θα πρέπει να αγαπιόμαστε πολύ,  
γιατί 'ναι πολύ θάνατος μέσα στα σπίτια και στους δρόμους
και πάντα είναι ένας θάνατος μέσα στον ίσκιο μας
κι αύριο μπορεί να 'ναι πια αργά για να πεις σ' αγαπώ.
Μα οι σύντροφοι προφταίνανε να δώσουν το παρών στην ελπίδα τού κόσμου
τινάζαν την καρδιά τους σαν χειροβομβίδα κατάμουτρα στο θάνατο
και πάντα ήταν νωρίς για όλη τη ζωή και για όλη την αγάπη.

Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
Μες απ' τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν' αγαπιόμαστε πολύ.
«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
Θε μου τι απέραντος που 'ναι ο κόσμος .
Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
θα κουραστούμε,
μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:
«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
φτάνει να με λες σύντροφο,
και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ' τη δουλειά -
φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
και τότες τ' αστέρια θα 'ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν
όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειας-Καλής,
εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
και τότες τ' αστέρια θα 'ναι φιλικά και χαμογελαστά
σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας
κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων τού Δομοκού απ' τον ΕΛΑΣ,
και τότες τ' αστέρια θα 'ναι δικά μας, θα 'ναι χαρούμενα και δυνατά
σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε
το χρονικό τής λευτεριάς τις πρώτες μέρες τής Αντίστασης.
Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.

... 

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 17 Oct, 2009, 18:06:30 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Το υστερόγραφο της δόξας (1945) ]

Γιάννης Ρίτσος, στον Άρη

Ι


Άρη
Στα βουνά
πάνου ψηλά
τ' άλογα
ο καλπασμός σου
Ζήτω.

Άρη
τ' όνομα σου
η σάλπιγγα
η ανηφόρα τής ψυχής σου
ψηλά-ψηλά
-πού πας
αγγόνι τού Κολοκοτρώνη;

Άρη
ρωμιέ λεβέντη
ασίκη τής παλικαριάς
οι Άγγελοι σε παράταξη
δείχνουν όπλα
καθώς ανεβαίνεις.

Άρη
τα δέντρα κλαίνε
κλαίνε τα βουνά
κλαιν τα ποτάμια μας
νυχτώνει ο ίσκιος τούς κάμπους
νυχτώνει τον αγέρα
γδέρνει τα στήθια της η Ελλάδα
δέρνεται η Λευτεριά
η Λευτεριά η μητέρα σου
που σου κανάκιζε τα γένια
στον ίσκιο τού πλάτανου.

Άρη
σε κλαιν τ' άλογα
κλαιν τ' αρνιά
κλαιν τα τρυγόνια
σε κλαίει κι ο Χάρος δίχως να τον βλέπεις
καθώς σε πάει καβάλα στο φαρί του
εσύ μπροστά στη σέλα πάνου
και κείνος πίσω στα καπούλια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 22 Oct, 2009, 17:14:54 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Το υστερόγραφο της δόξας (1945)]

Γιάννης Ρίτσος, Άρης Βελουχιώτης

IV


Ω τι τσουβάλια ονείρατα κουβάλησες πάνου στη ράχη σου από το 'να στ' άλλο κορφοβούνι
από πέτρα σε πέτρα κι από δέντρο σε φως κι από χιόνι σε φλόγα
ω τι ζεστά ψωμάκια μπουκώσανε τα σκλαβωμένα στόματα
τι μήλα και τι φώτα πέσαν στις ποδιές των κοριτσιών μας
τι βόλια αστράψανε στις φούχτες τής Ελλάδας
καθώς ξεκλείδωνες  τα δώδεκα σεντούκια τού Κανάρη
ως άναβες τις πυρκαγιές μέσα στις θύμησης τα δάσα
και φεγγοβόλαγαν τα Μισολόγια και τα Χάνια της Γραβιάς
και σπάθιζε η φωτιά στα δυο το μεσονύχτι
και μες στη λάμψη φτάνανε οι καβαλλαρέοι
και σταύρωναν διπλά σπαθιά μπροστά στη φλόγα δίνοντας τον όρκο:
Λευτεριά για θάνατος.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 27 Oct, 2009, 10:52:40 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1952)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (απόσπασμα)

...

Αύριο μεθαύριο θα επιστρέψουμε απ' το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα 'μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου, Μπελογιάννη -
θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.

Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο -
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.

Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.

Καλημέρα αδέλφια μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.

Ο Μπελογιάννης μάς έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.

Μ' ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ' ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.

Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.

Τώρα ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα και οι σάλπιγγες.

Καλημέρα Μπελογιάννη.

Ακόμη μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτήν την ώρα τα μικρά όνειρα,
η ψάθινη πολυθρόνα τού περιβολιού, το πράσινο τραπεζάκι,
η σιγουριά απ' τα κάγκελα του κρεβατιού τις νύχτες - πόσο μικρά
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά τού κόσμου.
Εσύ απόδειξες
πόσο μικρή είναι η λευτεριά να φιλάς ένα στόμα
να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι τής βραδιάς
δίχως να δίνεις λόγο πού κοιτάζουν τα μάτια σου,
να βάζεις κάτου απ' την καρδιά σου δυο ζεστά αστρουλάκια
όπως βάζεις πριν κοιμηθείς, κάτου απ' το προσκέφαλό σου,
το κλειδί τού σπιτιού σου και το ρολόι σου.

Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις τη καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ' τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.

Α, ναι, πονάμε απ' τη χαρά να 'μαστε οι άνθρωποι,
κρατώντας τη βάρδια μας μερόνυχτα σε μια κορφή τού κόσμου,
βόσκοντας το κοπάδι των άστρων πάνω απ' τα ερείπια,
βράζοντας στο μεγάλο καζάνι τής νύχτας
το πηχτό γάλα τής χαράς για τα παιδιά που αύριο θα γεννηθούνε.
Νίκο, πονάμε καθώς πόνεσες και συ, απ’ τη χαρά να 'μαστε οι άνθρωποι.

Καλημέρα άνθρωποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 02 Dec, 2009, 19:25:12 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ο Μαύρος άγιος (1961)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο Μαύρος Άγιος

VΙΙ


Απόψε ο Μαύρος Άγιος στα δεξιά του Άσπρου Χριστού,
μπροστά σ' ένα γυμνό τραπέζι από αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται
τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει στον Κύριο:
«Το αίμα πού εχύθη απ' τις πληγές και των δυο μας
κάτω απ' τα ίδια καρφιά, κάτω απ' την ίδια λόγχη, κάτω απ' τα ίδια αγκάθια,
έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε - όχι μαύρο, όχι άσπρο - κόκκινο χρώμα, Κύριε,
σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ο Χριστός ακούει,
καταλαβαίνει και σωπαίνει. Αλήθεια, κόκκινο.
Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από ντροπή κι από θυμό. Κοκκινίζει.
Φέρνει τις δυο παλάμες του επάνω στις παλάμες
του Μαύρου "Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει τον όρκο∙
- τα ίδια σημάδια και στις τέσσερις παλάμες
κι απ' την οπή των τέσσερων ενωμένων χεριών
μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο τραπέζι
πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του και το άσπρο Του γέλιο.
Απόψε, ο Μαύρος Άγιος, στα δεξιά των Λαών, υπαγορεύει:
Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο - είναι κόκκινο
όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει να χύνεται το αίμα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 04 Dec, 2009, 16:54:06 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ημερολόγια εξορίας (1948-1950)]

Γιάννης Ρίτσος, Ημερολόγιο εξορίας

1


1 Νοεμβρίου
Η καταχνιά έχει μαύρες φτερούγες σαν τις κάργιες
δεν έχει διόλου μάτια
ψάχνει με την τυφλότητά της τα μάτια μας τις τσέπες μας
όπως η γριά χαρτορίχτρα την παλάμη μας.
Τίποτα δεν μπορούμε πια να κρύψουμε.
Εδώ τα πράματα βγαίνουν τα μέσα έξω
όπως μια λερωμένη κάλτσα πού τη βγάζουμε πριν απ' τον ύπνο
κι όλα τα πόδια είναι γυμνά και τα πρόσωπα το ίδιο.
Μέρα τη μέρα όλοι μιλάμε πια στον ενικό.
Κάθε ίσκιος έχει το σχήμα του θυμήσου
μα ο ίσκιος απ' το άφαντο χέρι της μητέρας
παίρνει το σχήμα κάθε φωνής που δε σου αντιστέκεται
γίνεται το φλιτζάνι ο καφές, ένα κομμάτι ψωμί, το θερμόμετρο
ακόμα κι η ξυριστική μηχανή πλάι στο κύπελλο μες στο μικρό καθρέφτη.
Οι λάμπες τού θαλάμου είναι δύο.
Παστρεύουμε μ' εφημερίδες τα γυαλιά τους
τόνα εσύ, τ' άλλο εγώ - είμαστε - της υπηρεσίας σήμερα.
Οι κινήσεις μας είναι όμοιες σχεδόν.
Δεν κοιταζόμαστε.
Χαιρόμαστε αυτή την ομοιότητα.
Κοιτάμε απ' το παράθυρο τον ουρανό χαμένο στην ομίχλη.
Όλα τα πράγματα λοιπόν έχουν την έκφραση του πάντα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 06 Dec, 2009, 15:04:45 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Η αρχιτεκτονική των δέντρων (1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Παντού μας περίμενε η Ελλάδα

Ποιος άνεμος μετέφερε τούτα τα αγάλματα
κρατώντας τα με δυο πελώρια χέρια κάτω απ' τις μασχάλες
αυτά τα πιθάρια με τη στρογγυλή αυτοπεποίθηση
αυτά τα δοχεία του λαδιού και του κρασιού
αυτή την πετρωμένη ευγένεια των αμφορέων
όπου ή ελληνική ομορφιά έχει χαράξει με το μικρό της δάχτυλο
το στέρεο τρίγωνο, την οριζόντια σπείρα, το σοφό τετράγωνο;

Ποιος έφερε, ποιος πήρε, ποιος αντάλλαξε απ' τα πέρατα
γραμμές και χρώματα και λευκές χειρονομίες,
σταυρούς στα ράμφη των αητών, ένα μακρόσυρτο χαμόγελο,
μια ωχρότητα βυζαντινή πού συνεχίζεται μέσα στη νύχτα
μια ωχρότητα ντυμένη το χρυσάφι, την πορφύρα, το σμαράγδι;

Βήματα των Ελλήνων πλανώμενα στους χώρους και στους αιώνες
σταθερά βήματα, πικρά βήματα, σιωπηλά βήματα
διατηρώντας το σχήμα τους καθάριο,
καθάριο αχνάρι τού γυμνού ποδιού σ' όποιο χώμα τής γης
με το μεγάλο δείχτη τού ποδιού αποχωρισμένο απ' το λουρί τού αρχαίου σανδάλου.

Και το άσβηστο αχνάρι τού σανδάλου ανάλαφρο πάνω στην πέτρα
και το άλλο του βυζαντινού,
τ' αχνάρια απ' τα συγκεντρωμένα βήματα της Φιλικής Εταιρίας
κι αυτά τα ελληνικά ιστία διασχίζοντας αθόρυβα
το νύχτιο αγέρα και τα δάση τής Ρουμανίας
αυτά τα ιστία φωτίζοντας με τρίγωνες λάμψεις
πρόσωπα, σπίτια, χρόνια και γιγάντιους κορμούς δέντρων.

Η Ελλάδα μάς περίμενε παντού σ' όλο τον κόσμο
καθώς ταξιδεύαμε με την 'Ελλάδα σταυρωμένη στην καρδιά μας,
η 'Ελλάδα στην Ίστρια, στο Γαλάτσι, στην Κονστάντσα
μες στις στοές και στις καμπάνες τής Αγκάπια
μες στα ψηλά εργαστήρια της ταπητουργίας όπου άνθιζαν
επίπεδα άνθη γαλανά και κόκκινα
μες στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής
όπου ένα σχήμα αφηρημένης γεωμετρίας
αναπολούσε τη συγκεκριμένη σκέψη τής Ελλάδας.

(Είναι ένας σπόρος πάντα ελληνικός που σπάει τη στενότητα της πέτρας
ν' ανθίσει μες στην απεραντοσύνη όλα τα φύλλα του και τους καρπούς του —
κι η πέτρα η συντριμμένη από το σπόρο γίνεται μια πομπή από αγάλματα).

Σταθερές σκιές τού παρελθόντος μες στην πρωινή κατάνυξη,
όταν η μοναχή, εγερμένη, μόλις, απ' το κάδρο μιας εικόνας
με το χρυσόν αχνό τού χρόνου στη μορφή της
με τη στάχτη ενός ύπνου απαρνημένου στα ματόκλαδά της
και με το μαύρο πτυχωτό μανδύα της
μόλις ξεκρεμασμένον απ' τη στοά των αιώνων,
καλούσε στην Αγκάπια τούς αντίλαλους
απ' το φτερούγισμα των σβησμένων δικέφαλων
χτυπώντας τελετουργικά το ξύλο το εργασμένο απ' τα δάχτυλα της σιωπής
ενώ η σκιά της σέρνονταν στις πλάκες του μοναστηρίου σαν φάσμα
αυτοκρατόρισσας
κι ενώ οι καμπάνες σώπαιναν εμβρόντητες
σα φωλιές αντεστραμμένες πού άδειασαν απ' τα χάλκινα πουλιά τους.

Η Ελλάδα μάς περίμενε παντού μέσα στον κόσμο,
κάτω από τις ολάνθιστες μηλιές μες στα κολχόζ τής Ρουμανίας,
μες στα Μουσεία, μες στη σιωπή, μέσα στις ντόινες.
Κι εγώ, διασχίζοντας τον κόσμο και το χρόνο συνεχίζω το δρόμο της Ελλάδας
τραβώντας το σκοινί του στίχου μου και ειδοποιώντας την αγάπη
όπως τραβούσε ως τη στερνή στιγμή του ο Βασίλε Ροάιτα τον κρίκο
του συναγερμού για μια παγκόσμια συνάντηση ειρήνης.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 06 Dec, 2009, 21:13:36 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Πέτρινος χρόνος (1949)]

Γιάννης Ρίτσος, Πέτρινος χρόνος

Πάντα

Πιάνουμε μια κουβέντα - κόβεται στη μέση.
Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο - δε μας αφήνουν να τελειώσουμε.
Και το τραγούδι μας κομμένο.    
Όλα τ' αποτελειώνει ο ορίζοντας.

Πάνω απ' τα αντίσκηνα περνάνε τα μπουλούκια των άστρων
κάποτε κουρασμένα, κάποτε πικραμένα, ωστόσο σίγουρα
για το δρόμο τους, για το δρόμο μας.

Κι η μέρα, ακόμα κι η πιο άδικη, σου αφήνει στην τσέπη
μιαν ασπρογάλαζη σημαιούλα απ' τη γιορτή τής θάλασσας,
σου αφήνει στο στόμα μια γουλιά ξάστερο αγέρα,
σου αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυο ματιών
που κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα,
που μοιράστηκαν δίκαια τον ίδιο πόνο, το ίδιο σύγνεφο, τον ίδιον ίσκιο.
Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,
το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά κι όμορφα - πολύ όμορφα -
σα ν' ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί
και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 08 Dec, 2009, 11:40:37 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Άνθρωποι και τοπία (1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Το χρέος των ποιητών

Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.

Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.
Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα.
Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.

Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται.
Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια.
Άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.

Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία.
Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα
κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.

Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα -
όπλα πεταμένα στο χώμα
κι όπλα στραμμένα στην καρδιά τού εχθρού.

Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή
σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου -
κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή - δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.

Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα
άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης
άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ.

Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες -
πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.

Υπάρχουν ποιήματα πού καλπάζουν μες στο χρόνο
σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη
ποιήματα καβαλάρηδες πού αφήνουν  τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.

Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση τού δρόμου,
πολλά ποιήματα άνεργα μ' αδούλευτα χέρια,
πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.

Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών
ή σα δαχτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις
κι άλλοι πού πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.

Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα μες στην ερημιά -
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα των στίχων τους σ' ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένοι μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν.

Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων -
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.

Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα∙ δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι τής σελήνης.

Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο  πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος τού χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια τού Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδανικά.

Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ -
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.

Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά τού δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, -
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,
- ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διάδρομους της Μπίστριτζας.

Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τους σταυρωμένα,
σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα - διακόσμηση ξένων παλατιών -
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 08 Dec, 2009, 20:31:37 by wings »


 

Search Tools