Γιάννης Ρίτσος

wings · 156 · 250872

and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Το παράθυρο (απόσπασμα)

[...]

Αν ανέβεις λίγο πιο πάνω από κείνο το δρόμο ως το λοφίσκο τού Αη-Βασίλη,
βλέπεις ακέριο το λιμάνι κάτω απ' τα μάτια σου
βλέπεις ν' αστράφτουν μες στο σκοτεινό νερό, άκρη-άκρη τής απέραντης θάλασσας,
οι μεγάλοι πρασινόχρυσοι ιριδιστοί λεκέδες από λάδι ή πετρέλαιο,
λαμπροί λεκέδες, κι αμόλευτοι θαρρείς, σα φωτεινά, κινούμενα νησίδια αδιάφορης γαλήνης
ανάμεσα σε ψόφια σκυλιά, σάπιες πατάτες, άχερα, κουκουνάρια και βάρκες.

Μπορείς λοιπόν να κοιτάζεις αδίστακτα απ' αυτό το παράθυρο
ή και να βγεις στο δρόμο. Μια σιωπηλή αγιότητα
μένει κάτω απ' τις πράξεις των ανθρώπων. Μια σκιά μενεξεδένια
σωπαίνει στον αριστερό ώμο μιας γυναίκας κουρασμένης απ' τον έρωτα
που γύρισε απ' τ' άλλο της πλευρό κι αποκοιμήθηκε μονάχη. Μπορείς να κοιτάζεις
τα χοντρά σώβρακα στη διπλανή αυλή λεκιασμένα από ονειρώξεις
ή τις ξεδιπλωμένες καπότες κάτω απ' τα παγκάκια του πάρκου
ή τα κουμπιά απ' τούς στηθόδεσμους των γυναικών που έπεσαν στο χορτάρι
σα μικρά, φιλντισένια λουλούδια, λιγάκι πικραμένα
που τίποτ' άλλο δεν έχουν πια να δώσουν — άρωμα, γύρη, σπόρο.
Τίποτα.

Σε κείνο το δρόμο είπα να πάω και γω κάποτε
να πουλήσω αυτό το παράθυρο και κείνο το μεγάλο κασόνι
όχι για τίποτ' άλλο, μόνο για ν' απαλλαγώ απ' την έγνοια τους,
ν' αναμιχθώ κ' εγώ σε αγοροπωλησίες,
 
ν' ακούσω τη φωνή μου όταν μιλάει μια ξένη γλώσσα. Το 'νιωσα γρήγορα
πως τίποτα δεν είχα να πουλήσω. Μια υστεροβουλία ήταν μονάχα:
η αναζήτηση μιας νέας δοκιμασίας που πάλι
θα την επόπτευα απ' αυτό το παράθυρο, το έστω και δίχως τζάμια.

Ποτέ δεν τα κατάφερα στο εμπόριο. Άλλωστε δεν έχω
τίποτα που ν' αξίζει πληρωμή, τίποτα
που να μπορώ να το πληρώσω. Και τούτες οι παλιές φωτογραφίες
τίποτα δεν αξίζουν για τούς άλλους, μ' όλο που οι κορνίζες τους τουλάχιστον
είναι από ατόφιο χρυσάφι. Όμως εμένα μου χρειάζονται.

Κι ούτε είναι πεθαμένες - όχι. Όταν βραδιάζει
κ' είναι ακόμη ζεστές οι καρέκλες έξω απ' τα καφενεία
κι όλοι (κ' ίσως και γω) ζητούν να καταφύγουν μέσα σ' έναν άλλον,
αυτές κατεβαίνουν σιωπηλά απ' τις κορνίζες τους σα να κατεβαίνουν
μια ταπεινή ξύλινη σκάλα, πηγαίνουν στην κουζίνα,
ανάβουν τη λάμπα, στρώνουν το τραπέζι, (ακούγεται
ο φιλικός ήχος από 'να πιρούνι που χτύπησε στο πιάτο),
ταχτοποιούν τα λίγα μου βιβλία κι ακόμη τις σκέψεις μου
με συγκρίσεις και εικόνες (παλιές και καινούργιες), με σεμνά επιχειρήματα
και κάποτε με αρχαίες, ακλόνητες, βιωμένες αποδείξεις.

Γι' αυτό κιόλας κρατώ μ' ευγνωμοσύνη αυτό το παράθυρο.
Δε μ' εμποδίζει διόλου να βλέπω και να είμαι, - το αντίθετο μάλιστα.

Όσο για κείνο πού σου 'λεγα : «πιεσμένος ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι»,
ήταν μια υπερβολή τής άνοιξης, μια υπερβολή
απ' τη σαρκική αφθονία των πράσινων φύλλων. Το παράθυρο
είναι μια εξυπηρετική, τετράγωνη γαλήνη και διαύγεια.

Όταν οι τοίχοι θαμπώνουν το απόβραδο, αυτό το παράθυρο
φέγγει ακόμη σαν από μόνο του∙ διατηρεί κ' επεκτείνει
την τελευταία ανταύγεια του ηλιογέρματος,
ρίχνει την αντανάκλασή του στον ισκιωμένο δρόμο,
φωτίζει τα πρόσωπα των περαστικών σα να τα συλλαμβάνει επ' αυτοφώρω
στην πιο ανυπόκριτη στιγμή τους, φωτίζει τους τροχούς των ποδηλάτων
ή τη χρυσή αλυσίδα που βυθίζεται στο στήθος μιας γυναίκας
ή το περίεργο όνομα ενός καραβιού που αράζει στο λιμάνι.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:30:39 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)

Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο
κ' η επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό, μες στην ασφυκτική διαφάνεια

Το σπίτι τού συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ' το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι τής τραπεζαρίας -
κ' οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, που χάσανε τη δύναμή τους και το χρώμα τους
και λίγο - λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους -

Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;
Και τι να τα κρατήσεις; Τι να τα κάνεις;
Τι να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;

Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα -
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα τής άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτσίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα - στρώμα με παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις
κ' είναι μια λύπη να το θάβεις - μα τι να γίνει;
Ύστερα είναι το φως τής άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φως τού καλοκαιριού κ' η θάλασσα του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,
μονάχα το φως κ' οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,
το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ' αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,
δόξες κ' αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.

Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια και μετάνοια - ξανάρχιζες
τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια γύμνια έτσι καλά ντυμένη,
ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,
τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,
η σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία τού φθινοπώρου.

Κ' έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι θλιμμένη, η άλλη μέθη, της περισυλλογής,
να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να εκβιάζεις
ένα κέρδος μαγικό απ' τ' απωλεσμένα - κι όχι να εκβιάζεις
μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και τρίδιπλα,
κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις ακακίες πού ήταν κάποτε
εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες
κ' ήταν πάλι ανθισμένες - ολόκληρες λευκές στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.

Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:30:56 by wings »



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Ορέστης

Άκου, - δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ' αυτή τη νύχτα την ελληνική - τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μάς κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση - να 'μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ' τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις τού μαύρου δέρματός της.

Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ' εμείς, με την ωραία
χαρά τής αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ' τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας - μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί τού σανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεμπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ' ασημένια φύλλα τής νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος τής κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ' τα νύχια μας.

Άκου την, - η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κ' είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο η άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία τού κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, που γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ' αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.

Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει η φωνή τής γυναίκας
ας σταθούμε πιο κάτου - όχι στους τάφους των προγόνων
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, - εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τι όμορφη νύχτα -
κάτι δικό μας, που μακραίνει, αποσπασμένο από μάς, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε - πότε κάτω απ' τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) - αυτή η μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,

μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ' ετοιμαζόμουνα γι' αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος -
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια - τάδες; - τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκίνησαν απ' τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες τής εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, - δεν τρομάζουν κανένα, - με
μιαν έκφραση σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε - πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα τής νύχτας.

Ανέτοιμος, ναι - δεν το μπορώ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα - όχι λιγοψυχία, - ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι τής πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο - λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κ' εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ' ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ' το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι - ολότελα άγνωστο - και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, -
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν' αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
αλλά μιας μόνον - όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη - το 'να της μάτι κλειστό και τ' άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντάς μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντεμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.

Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν' αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κ' η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ' την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον διαμελισμό και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος που κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα - ένα μόνο του, σ' ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ως τον ορίζοντα
πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας - ή μήπως
γι' αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ' τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ' τούς τάφους και τον τάφο μας;
Δεν ξέρω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 15 Dec, 2009, 22:47:36 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Το νεκρό σπίτι (απόσπασμα)

Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας

(Απ' όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κ' η μια τρελάθηκε.
Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον,
στο Άργος - σύγχυζε τη μυθολογία, την Ιστορία και την Ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν
και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κ' είναι αυτή που μου
μίλησε το βράδυ που τους έφερα απ' την ξενιτειά ένα μήνυμα του θείου τους
- αδελφού τού πατέρα τους. Η άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου.
Πότε-πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε η μεγάλη):

Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι -
μικρές, που λέει ο λόγος, - από χρόνια γεράσαμε κ' εμείς,
είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κ' οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε.
Δεν ξέρουμε
πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε
να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο - μια ζωή περάσαμε δω μέσα -
είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ - δεν μπορείς να τούς πουλήσεις -
κι άλλωστε ποιος τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμε
απ' το ‘να σπίτι στ' άλλο, απ' τη μια συνοικία στην άλλη, -
πολύ κουραστικό κ' επικίνδυνο - βολεύτηκαν εδώ
άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ' το τραπέζι,
άλλος πίσω απ' τη ντουλάπα ή πίσω απ' τα τζάμια τής βιβλιοθήκης,
άλλος μες στο γυαλί τής λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής πως πάντα του,
άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ' τούς δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους
που γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες τής μικρής αδελφής μου.

Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,
το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,
τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,
μεγάλους δίσκους ασημένιους που καθρέφτιζαν άλλοτε
ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,
κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,
μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,
δικά μας και μαζί των πεθαμένων - όλα ανάκατα -
γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα καπέλα τής μητέρας,
το πιάνο, τις κιθάρες, τους αυλούς, τα ταμπούρλα,
και ξύλινα άλογα και κούκλες απ' τα παιδικά μας χρόνια,
επίσημες στολές τού πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι τού μεγάλου αδελφού μας,
η φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες τού μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,
κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες - όλα ανάκατα,
χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.

Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα
αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,
το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,
αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο
ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ' τα περίχωρα.

Κι ούτε να πεις πως κ' έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε
από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,
για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο
το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσει
μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση
σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.

Κάθε σκιά στο βάθος τού καθρέφτη, κάθε τρίξιμο
απ' τα μικρά δόντια τού ξυλοφάγου ή του σκόρου,
συνεχίζεται απέραντα ως τα λεπτότατα, ινοειδή αγγεία της σιωπής, ως μέσα στις φλέβες
της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται ευδιάκριτα
ο χτύπος απ' τον αργαλειό τής πιο μικρής αράχνης, κάτω στα υπόγεια, ανάμεσα στα κιούπια,
ή το πριόνι τής σκουριάς στο χέρι των μαχαιροπίρουνων
κι άξαφνα ο μέγας γδούπος στον κάτω προθάλαμο
Όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα ξεκολλάει και πέφτει
σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο κτίριο.

Κι όταν, καμιά φορά, το χάραμα, περνάει ο σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,
το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ' όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,
στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,
στα κουδουνάκια απ' το κοστούμι τού πιερότου, που 'χε φορέσει ο μικρός αδελφός μας
μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας - κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,
μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμά μου πιάστηκε στο φράχτη,
έτρεξα να προφτάσω τούς άλλους το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπό του
τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό μου - δεν μπορούσα πια να περπατήσω
κ' οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ' τα δέντρα
κι ακούγονταν σ' έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων
και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ' το αόρατο Μυρτώον πέλαγος,
κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι σαστισμένοι
γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη
σαν εκείνη πού βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας
ή τούς καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες -

Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε, βέβαια,
να κρατήσουμε κάτι απ' όλα αυτά και για προσωπική μας χρήση,
καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη, κανέναν καθρέφτη
να χτενίζουμε πότε - πότε τα μαλλιά μας. Μα ποιος να τα φρόντιζε;
Τουλάχιστον έτσι,
μπορεί να τ' ακούμε να φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μάς παράτησαν.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:30:19 by wings »



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
[Από τη συλλογή Η επιστροφή τής Ιφιγένειας (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Η επιστροφή τής Ιφιγένειας (απόσπασμα)

[...]

Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι
ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι' αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους
που φεύγουν κι αυτοί∙ — κυκλοφορούν με φυσικότητα
ανάμεσα στο θάνατό τους.
                                      Το πιρούνι ή το κουτάλι
βρίσκει το στόμα τους αλάθευτα, χωρίς δισταγμό, χωρίς παύση,
ενώ σιμά τους, πλευρό με πλευρό, οι πεθαμένοι
κοιτάζουν τις μηχανικές κινήσεις των χειλιών τους, χωρίς να τρώνε εκείνοι. Και το μήλο
πούχε κυλήσει κάτω απ' το τραπέζι κ' ύστερα
κάτω απ' τον καναπέ κ' εξαφανίστηκε — πιθανόν σε μια τρύπα στο πάτωμα
ή μέσα στον τοίχο, — τόχε κλωτσήσει με το πόδι του ο μικρός πεθαμένος
κ' ίσως το βρήκαν στο δρόμο τα παιδιά, μες στη λιακάδα,
και το μοιράστηκαν δαγκώνοντας με τη σειρά τους ένα-ένα —
λογής-λογής αποτυπώματα δοντιών, — κ' είταν εκείνο το ίδιο
που βρήκαμε προχτές στον κήπο μέσα στις ξερές πευκοβελόνες.

Τι περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σ' αυτή την ερήμωση; Τι περιμένουμε ακόμη; —
γιατί (δεν ωφελεί να το κρύψουμε): περιμένουμε ακόμη
πίσω απ' την πόρτα, πίσω απ' τα ρούχα μας, πίσω απ' το θάνατό μας,
πίσω απ' τα μάτια μας, μέσα στο κυμαινόμενο σκοτάδι,
μέσα στις γερασμένες κάμαρες με τις μακριές, ετοιμόρροπες κουρτίνες
κατεβασμένες μ' έμφαση ως κάτω, για να δείχνουν
ότι τάχα δεν περιμένουμε.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:31:21 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Κάτω απ' τον ίσκιο τού βουνού (απόσπασμα)

[...]

Ποιος τάζησε όλ' αυτά; Πώς έγιναν; Πώς έληξαν;
Είμαστε τάχα εμείς που τα ζήσαμε; Πριν πόσους αιώνες;
Κ' η αγωνία: ένα τίποτα. Κι ο πόνος:
ένα ελάχιστο στίγμα σκοτεινό, μια κουτή μύγα
ασπαίροντας ασήμαντα σ' ένα πάμφωτο θέρος, και γύρω
επίσημη, αδιάλλακτη, γαλήνια, ανεπηρέαστη
η υπέροχη ακινησία τού θανάτου.

Πόσοι βασιλιάδες άλλαξαν από τότε; Πόσες επαναστάσεις έγιναν;
Είχαμε, λέει, και σύντομες περιόδους μιας απίθανης οχλοκρατίας.
Και μια στιγμή γνήσιας δημοκρατίας. Δεν ξέρω.
Θαρρώ πως κάποιον που τον εκτελέσαν, τον ξεθάψαν με τιμές
και τον στήσαν, σκελετό, πάνω στο θρόνο — είχαν στεριώσει
με σύρματα τα οστά του και τον είχαν ντύσει
μ' ένα μανδύα ολοπόρφυρο — είχαν ραντίσει μ' ανθόνερο την αίθουσα,
μιλούσαν απ' τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε. Έναν άλλον
τον κηδέψαν μ' αφάνταστες τιμές — ολόκληρο δάσος μεσίστιες σημαίες,
δεν έμεινε πλατεία ή πάρκο χωρίς το άγαλμά του. Σε λίγο
κάποια μανία τούς κυρίευσε όλους — μήτε καλοθυμάμαι —
χειρονομούσαν, τρέχαν, φώναζαν, σπάζαν τους ανδριάντες του
κ' είταν παράξενο να βλέπεις τους ανθρώπους να πολεμούν με τ' αγάλματα.
Άλλοι μετέφεραν τη νύχτα κομμάτια απ' τα μάρμαρα,
τάφτιαχναν σκαμνιά ή χτίζαν το τζάκι τους. Βρήκαν
κ' έναν στρατιώτη πούχε κρύψει κάτω απ' το μαξιλάρι του
το μαρμάρινο χέρι τού εκπτώτου με σφιγμένα δάχτυλα
σαν κάτι νάκρυβε, σαν κάτι να κρατούσε ακόμη απ' την παλιά εξουσία του
ή από μιαν άλλη — την αιώνια εξουσία τού θανάτου. Τι μπορείς να πιστέψεις
μέσα σε τόσες διηγήσεις; Μια άλλη αντίρροπη ανταρσία ξέσπασε,
τα τύμπανα χτυπούσαν όλη νύχτα, τα χαράματα οι σάλπιγγες,
άλλαζαν χρώματα οι σημαίες στα δημόσια μέγαρα,
δεν ήξερες ποιοι έρχονταν, ποιοι έφευγαν,
άλλαζαν οι φρουροί στην πύλη των στρατώνων,
νέοι πάντα, με αδέξιες στολές, κτηνώδεις και ανόητοι,
ωστόσο συμπαθητικοί μες στην ανεύθυνη νεότητά τους,
κι όταν τους φώτιζαν άξαφνα, τη νύχτα,
οι προβολείς των μεγάλων, σκεπασμένων αυτοκινήτων
έβλεπες, στη λεπτή χλωμάδα τους, πως είταν αθώοι,
πως το μόνο που θέλαν είταν να κοιμηθούν κι αυτοί με τα ρούχα τους έστω και με τις αρβύλες τους —
κι όταν νυστάζουν οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί κι αξιαγάπητοι —
έτσι δεν είναι, Νένα; Τους νεκρούς και τους κοιμισμένους
μπορούμε να τους αγαπούμε ελεύθερα – δεν είναι αντίπαλοι πια.
είναι απ' τα πριν παραδομένοι. Έτσι κι εμείς μπορούμε
χωρίς ταπείνωση να τους παραδοθούμε. Νύσταξες, Νένα.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:31:38 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη συλλογή Χρυσόθεμις (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Χρυσόθεμις (απόσπασμα) 

[...]

Αργά το απόγευμα, χειμώνα - καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω
απ' την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ' αριστερό μου χέρι
ν' αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω - γύρω,
σα να 'ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να 'ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου 'χε τύχει
να ‘ρχεται αθόρυβα πίσω απ' τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιος είμαι;», ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.

Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου — κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κ' έτρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ' έπιασε επ' αυτοφώρω η μητέρα: («Με ποιον κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα («δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως ή γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι τής σελήνης) — κ' ή μητέρα με πίστεψε.

Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τι να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους — αφανείς κι αυτούς — καθώς η σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κ' η γάτα.

Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία —
καλοκαίρι
ολάνοιχτα παράθυρα τραβηγμένες κουρτίνες), η μητέρα
φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ο πατέρας, κ' η μεγάλη αδελφή
μου μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι πότε -πότε
φωτίζονταν απ' τις λυχνίες ή γλώσσα τους σα να πασκίζαν
να καταπιούν μια γουλιά φως δεν τα κατάφερναν πνίγονταν
έπνιγε ο ένας τον άλλον. Τους κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.

Κείνη την ώρα μπήκε απ' το παράθυρο μια νυχτερίδα
κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,
δυο φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα
ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα που το άστρο των ποιμένων
τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο
που τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας
απ' τ' άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους
να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σώπασαν.

Μπορεί και ν' αφουγκράστηκαν κείνο το βέλασμα. Μπορεί να φοβήθηκαν
το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, η μητέρα
άρπαξε μια πετσέτα απ' το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα
παρά λίγο να σβήσουν κ' οι λυχνίες.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:31:57 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Περσεφόνη (απόσπασμα)

[...]

Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει
η κούραση, η παραίτηση, — μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,
ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα
να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ' ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,
να φυσήξει μια στάλα απ' το πευκόδασος ή κάτω απ' τη θάλασσα,
να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.
                                                        Έξω απ' τα παράθυρα
ακούς να περνάει ο πλανόδιος βιολιστής, ο κουτσός φανοκόρος,
εκείνοι οι αμίλητοι, αργοπορημένοι οδοιπόροι κρατώντας στα χέρια τους
δρύινα κιβώτια δεμένα με κόκκινες ταινίες, και οι άλλοι
πεσμένοι μπρούμυτα, χτυπώντας με τις δυο παλάμες τους το χώμα.

Ακούς και τ' άλογα στο σταύλο, και το νερό που πέφτει
καθώς υψώνουν οι προσκυνητές δυο πήλινα δοχεία,
τόνα προς την ανατολή και τ' άλλο προς τη δύση, χύνοντας υδρομέλι
ή κριθαρόνερο ανακατεμένο με άγρια μέντα
πάνω στο λάκκο με τις δάφνες, ενώ μουρμουρίζουν
διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια. Κ' η φωνή τής μητέρας
κάτι να λέει για τ' «ολόχρυσο στάχυ, το θερισμένο στη σιωπή». Μήτε η νύχτα
δεν ξεκουράζει∙ — ένας απέραντος διάδρομος, κρυψίνοος,
με αγάλματα τεράστια, με ζωγραφιστά παραπετάσματα, προσωπίδες, καθρέφτες,
απάτες οπτικές, μεταλλικά αντικείμενα, κρύσταλλα, πόρτες, πέτρες,
μια στο σκοτάδι, μια στο φως, — η ίδια εκείνη σκάλα,
τόνα σκαλί χρυσό και τ' άλλο μαύρο.
                                                  «Σπάσ' την», τούλεγα.
Κ' οι τρεις γυναίκες πάντα εκεί, με γυρισμένες πλάτες,
με σκεπασμένα πρόσωπα, σκυμμένες πάνω απ' το άδειο πηγάδι,
φωνάζοντας λόγια ακατανόητα∙ κ' οι αντίλαλοι πολλαπλασιάζοντας
την ανεξήγητη φωνή τους μες απ' το πηγάδι. Δεν αντέχω εδώ πέρα.

Τούτο το φως το αναστάσιμο, θάνατος. Τράβηξε τις κουρτίνες.
Μεγάλο, αμείλικτο, εχθρικό καλοκαίρι. Ο ήλιος
σε αρπάζει απ' τα μαλλιά, σε κρεμάει στο γκρεμό. Ποιος με ορίζει;
Εκείνος; Το σκυλί του; Η μητέρα; Καθένας
για κάποιο δικό του σκοπό που με αφορά και που εγώ δεν τον ξέρω.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:32:18 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη συλλογή Ισμήνη (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη (απόσπασμα)

[...]

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.
Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ' ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κ' ένας κόκορας πολύχρωμος — μου 'κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;
μήπως υποταγή; γλυκειά σοφία τού αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.

Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό
να 'ταν ή δυστυχία της. Κ' ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα 'θελε να 'ναι κάτι άλλο απ' ότι είναι. Άλλος τ' αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο τού ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω - γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη ή απελπισμένη.

Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,
την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι τής τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κ' έφυγα.
Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.

Ποτέ δεν της το 'πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κ' εκείνη (και το 'ξερε). Μπορεί και ν' αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν
να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι∙
μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κ' εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,
η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.

Κ' εκείνο τ' άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το 'βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ως το περβάζι. Κ' ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.

Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία — ποια αμαρτία; —
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν ή αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή∙ εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι τού λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,
είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ' εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ' τις τρομερές της αποφάσεις, απ' τούς ηθικούς κανόνες,
απ' όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ο μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μες απ' το θάνατο,
να διακρίνουμε το κάλλος τού σώματος; — ίσως
γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)
κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη — απόρθητη —

Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες
αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν
να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα - ένα τα δάχτυλα
στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,
κ' η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,
ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,
το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ' έβρεχε∙ — θα 'θελα πάλι
να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα
πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ' το παράθυρο
και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνους
και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ' αλήθεια νεκρός.

Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγγος τού Κρέοντα
κ' η κλαγγή τού σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.

Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται ή ζωή μας.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:32:38 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Αίας (απόσπασμα)

[...]

Ακόμα και την ώρα τού έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου
ν' αναθυμόμαστε που ξεχάστηκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης
και θα σαπίσουν απ' την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι
μας διώχνετε έξω απ' το κρεβάτι, έξω απ' το σπίτι, έξω απ' τον κόσμο,
έξω απ' το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο
με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων έξω
από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, ιερά, καθημερνά συμβάντα,
με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα πού ξεκουράζουν απ' τ' άπιαστα μεγάλα.

Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το μάτι, ποιους τρόμους,
ποιες αδικίες, ποιους φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω
αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω
δόντια κ' εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τι κοιτάζεις, έτσι;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Κ' η μαύρη μύγα, να 'τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.

Ε, να, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος∙ — κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ' τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κ' υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Να με, σωριασμένος εδώ χάμου κ' οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμόνευαν, κυκλοφέρναν το σπίτι∙ με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ' τα παντζούρια, απ' τις κουρτίνες, απ' τις κλειδαρότρυπες, απ' τα ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γρατζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ' τα δέντρα. Με παραμόνευαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,
άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ' την Ίδη∙ μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια  ξεχάστηκα, — τι  ήταν; — ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά πού παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιος κι από πού σε φωνάζει μ' αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ‘σαι
μέσα σε μιά μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κ' οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ' ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα πού στάζει
απ' την άκρη τής λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια.
       Είπα να κάνω πίσω —

Ποιο 'ναι το μπρος; ποιο το πίσω; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο
έλαμπε ολάκερος ο δρόμος, κ' εγώ φαινόμουν πελώριος∙ με βλέπαν
από παντού. Πώς να γυρίσω ; Ακόμα κ' η σκιά μου
μ' είχε παρατημένο — είχε λιώσει στη λάμψη τού ασβέστη —
εκτός αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα
επάνω σε καλάμια, κρέμονταν στους τοίχους. Το σπαθί μου
πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντας με ακέριον
κι  άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ' είχαν κλείσει απ' έξω. Χάλκινοι χαλκάδες
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ' τους λόφους∙ — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους - κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σώπασαν τα πάντα.

Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα∙ — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι∙
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές∙ τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κ' ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ' άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκάνιζαν
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ' όνομά μου,
πάλι και πάλι τ' όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ' άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους τ' όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ' όνομά μου, — ω, πια, να μην τ' ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ' την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τούς μάντρωσα όλους,
τούς έσυρα εδώ μέσα — κοίταξέ τους — κ' ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:33:00 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Φιλοκτήτης (απόσπασμα)

[...]

Σεβάσμιε φίλε, είμουνα βέβαιος για τη βαθειά σου κατανόηση. Εμείς οι νεότεροι
που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα
τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα,
με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο,
γνωρίζουμε κ' εμείς κι αναγνωρίζουμε, κ' έχουμε, ναι, κ' εμείς τις πληγές μας
σ' άλλο σημείο τού σώματος — πληγές αθώρητες,
χωρίς το αντίβαρο της περηφάνειας και του αξιοσέβαστου αίματος
του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα.

Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε∙ — ποιος τους την ζήτησε;
Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας
τα χρέη και τις υποθήκες άλλων. Μήτε καν προφτάσαμε
να δούμε μιαν αυγή ένα ήσυχο χέρι ν' ανοίγει το παράθυρο απέναντι
και να κρεμάει απ' έξω, στην πρόκα τού τοίχοι, ένα κλουβί καναρίνια
με τη σεμνότητα μιας περιττής κι αναγκαίας χειρονομίας.

Όλες οι ομιλίες των μεγάλων, για νεκρούς και για ήρωες.
Παράξενες λέξεις, τρομερές, μας κυνηγούσαν ως μέσα στον ύπνο μας
κερνώντας κάτω απ' τις κλεισμένες πόρτες, απ' την αίθουσα των συμποσίων
όπου άστραφταν ποτήρια και φωνές, κ' ένας πέπλος
αόρατης χορεύτριας κυμάτιζε αθόρυβα
σαν ένα διάφανο, στροβιλιζόμενο χώρισμα
ρυθμική διαφάνεια του πέπλου, παρηγορούσε κάπως
τις παιδικές μας νύχτες, αραιώνοντας τις σκιές των ασπίδων
που γράφονταν στους άσπρους τοίχους με τ' αργό φεγγαρόφωτο.

Μαζί με τη δική σας τροφή ετοιμάζανε
και την τροφή των νεκρών. Την ώρα τού γεύματος
έπαιρναν πάνω απ' το τραπέζι υδρίες με μέλι και με λάδι
και τις μετέφεραν σ' άγνωστους τάφους. Δεν ξεχωρίζαμε
τους αμφορείς τού κρασιού απ' τις νεκρικές ληκύθους. Δε γνωρίζαμε
ποιο το δικό μας και ποιο των νεκρών. Ένας χτύπος
του κουταλιού μες στο πιάτο, είταν ένα άξαφνο δάχτυλο
επιτιμητικό, που μας χτυπούσε στον ώμο. Στρέφαμε να δούμε. Τίποτα.

Απ' έξω απ' τις κρεββατοκάμαρές μας τύμπανα και σάλπιγγες,
κόκκινες σπίθες και μουγγές σφυριές σε μυστικά σιδηρουργεία
όπου νυχτοήμερα σφυρηλατούσαν ασπίδες κι ακόντια,
κι άλλες σφυριές σε υπόγεια εργαστήρια
για προτομές κι ανδριάντες πολεμικών θεών, πολεμικών ανθρώπων, κι όχι διόλου
αθλητών και ποιητών∙ μαζί κ' εκατοντάδες επιτύμβιες στήλες
με ωραίους, γυμνούς εφήβους, πάντοτε όρθιους,
μεταμφιέζοντας, με την κάθετη στάση τους,
το αιώνιο οριζόντιο της νεκρότητας. Μονάχα, πότε - πότε,
έγερναν το κεφάλι, καμπυλώνοντας ελαφρά τον αυχένα,
σαν άνθος σε χείλος γκρεμού∙ κι ο γκρεμός δε φαινόταν∙ — οι τεχνίτες
είχαν μάθει (ή μήπως τάχα τους το επέβαλλαν;)
να παραλείπουν γκρεμούς και κάτι τέτοια.

Είταν ένας μακρύς, λευκός διάδρομος (κι απόμεινε έτσι)
ντυμένος όλος μ' επιτύμβιες στήλες. Κι ούτε επιτρεπόταν
ν' αργοπορήσουμε για λίγο το βλέμμα στα εύγραμμα μέλη τους
ή στους μαρμάρινους βοστρύχους που έπεφταν κάποτε στο μέτωπό τους
σαν φυσημένοι απ' τα χείλη ενός αιφνίδιου, μυροφόρου ανέμου
σ' ένα πάγχρυσο, θερινό μεσημέρι, — θαρρώ, ναι, πως ευώδιαζε
λεμονανθούς και ζεσταμένη απ' τον ήλιο λυγαριά. Μεγάλα πρότυπα
μας κληροδότησαν∙ — ποιος τους τα ζήτησε; — ας μας άφηναν
μέσα στο ελάχιστο, στο δικό μας ελάχιστο∙ δε θέλουμε
να μετρηθούμε μ' αυτά∙ — τι κερδίσατε άλλωστε; τι κερδίσαμε;

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:33:21 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Η Ελένη (απόσπασμα)

Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι∙
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν να πουν, — ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ' το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ' τα δέντρα, — ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού — μα το σπίτι αντιστέκεται μ' όλες τις γωνιές του
και μαζί του κ' εγώ, παρ' ότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ' τούς νεκρούς μου κι απ' τον ίδιο τον εαυτό μου κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα∙ — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ' αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.

Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ' έναν επάνω βυθό∙ από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες  βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ' ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ' τη φωτογραφία τής Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό∙ βλέπω το ξεσκονόπανο ν' αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.

Βλέπω κ' εσένα μ' ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο
απ' τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κ' εντοπίζεται σ' έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω εδώ,
λίγο πιο κάτω απ' το λαρύγγι μου. Και να με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα - ένα κατανεύοντας∙ — είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.

Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να 'χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κ' ή ουρά του κρεμόταν ως κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.

Πέρασε πια ό καιρός των ανταγωνισμών στερέψανε οι επιθυμίες
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις — έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές — ή νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν' αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε - πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.

Λίγο - λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια πού πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων —
απ' έξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα πού περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.

Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μιά πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μιά τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ' τις δυο κάτω γωνιές του- το τινάζει στον αέρα-
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει- ασπρίζουν τα μαλλιά του-
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν περιμένουν ν' ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα- φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ' ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανα του.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:33:40 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Φαίδρα (απόσπασμα)

[...]

                                                                   Όλη μέρα
περιμένω τη νύχτα μήπως οι ίσκιοι μου αφομοιωθούν απ' το σκοτάδι
για να μπορέσω να πιάνω λιγότερο χώρο, να κλειστώ στον πυρήνα μου,
να 'μαι σαν ένας κόκκος στάρι μες στο χώμα. Δεν τα καταφέρνω.
Οι σκιές μου δεν απορροφιούνται απ' το σκοτάδι∙ αντίθετα μάλιστα
κυριεύουν ολόκληρη τη νύχτα. Και τότε
διευρύνομαι μαζί τους κ' εγώ, απορημένη, βουβή, βυθισμένη,
μ' όλη την επιφάνειά μου τανυσμένη απ' την πυκνότητα του βάθους, ενώ
γυμνή η επιθυμία μου, στίλβουσα, ολόλευκη, επιπλέει
επάνω στο σκοτάδι σαν πνιγμένη γυναίκα με κοιλιά τυμπανισμένη,
με διογκωμένο αιδοίο — μια γυναίκα με μάτια κλεισμένα, φωτισμένη απ' το φεγγάρι —
όχι πνιγμένη, απλώς επιπλέουσα ανάσκελα — μια έγκυος γυναίκα.

Και να ξανά να περιμένω πώς και πώς τη μέρα, να λαλήσουν
οι πετεινοί στους φράχτες, ν' ακουστούν έξω στο δρόμο
τα βήματα του τροχιστή, του αγγειοπλάστη, του πλανόδιου μανάβη, του ιχθυοπώλη,
οι χτύποι των σφυριών στα μαρμαράδικα ή στα ξυλουργεία, να ξεχωρίσουν
μια-μια οι σκιές μου για να μοιραστώ τις σκιές μου, να μην είμαι μόνη με μόνη.

Δεν τις αντέχω αυτές τις νύχτες τής άνοιξης. Οι ατμοί ανεβαίνουν απ' τη γη, πυκνώνουν,
σε πιέζουν μαλακά-μαλακά, σάρκα με σάρκα. Ένα φρικίασμα
διατρέχει τον αέρα, περνάει απ' τη μια κάμαρα στην άλλη εισδύει
στο τρίτο δωμάτιο, το ρόδινο, εκεί πού κοιμάσαι. Οι  οπλές των άλογων
χτυπούν στον υπαίθριο σταύλο∙ — ίσως κ' εκείνο
το ολόλευκο άλογο που σου 'λεγα — τώρα κουτσό (δε διακρίνω τέταρτο χτύπο) —
τι λόγια αποσιωπημένα ακούγονται, τι κραυγές κρατημένες,
ήχοι από αυλούς, κιθάρες, άστρα. Ένα μονό κουπί στο νερό — αυτό που με σκάβει
σε ισόχρονα διαστήματα, ως το σπασμό τής ηδονής και πιο πέρα
ως τον καινούργιο σπασμό και τον άλλον — ανεξάντλητος.

Και τα σεντόνια μουσκεμένα από νερά χλιαρά, σπέρμα κ' ιδρώτα,
και τα φορέματα, τα εσώρουχα, ριγμένα στο πάτωμα χάμω
και τ' άλλα μέσα στα σεντούκια ή στις ντουλάπες συσπασμένα να στάζουν, να στάζουν
μικρές σταλαματιές που αμέσως πήζουν, κρυσταλλώνουν, σταλαχτίτες, σταλαγμίτες
σε βαθιά σπήλαια μέσα μας — περίεργα γυάλινα δάση,
γυάλινα αγάλματα πουλιών, ανθρώπων, δέντρων, ζώων,
γυάλινα ερωτικά συμπλέγματα σε μιαν υπόγεια, πυρετική υγρασία.

Καμιά φορά περνάει συρτά μια πράσινη σαύρα από κει μέσα
με μάτια ξαφνικά μεγαλωμένα — καταπράσινα μάτια
αφήνοντας μιά πράσινη ανταύγεια στα υπόλευκα κρύσταλλα
στους κάθετους, θαμπούς, στενόμακρους καθρέφτες. Η σαύρα
παρατηρεί με αμήχανη έκσταση, με μια καχύποπτη προφύλαξη, και μένει
ασάλευτη, μαρμαρωμένη, χάνοντας το πράσινο χρώμα της. Άλλοτε πάλι

ένα έντομο μαύρο, στρογγυλό, ξετρυπώνει απροσδόκητα από κάπου
με τα φτερά του μαζεμένα κάτω απ' το σκληρό του κέλυφος ψαύει
με χίλια λεπτεπίλεπτα πόδια τη γλιστερή επιφάνεια
δεν προχωρεί∙ στέκεται εκεί — ένα μαύρο μάτι
όχι τυφλού, — ένα μάτι βγαλμένο, αποκομμένο
απ' τα προσωπικά του νεύρα∙ — ένα μάτι
καμπύλο, πανεποπτικό.
                                Στέκεται, ορά, αποτρέπει — ένας κόμπος
όπως αυτός στο λαιμό, πού σ' εμποδίζει να μιλήσεις,
πού σ' εμποδίζει και να δεις, — ένα κάτι
σαν καρδιακή συγκοπή∙ — κ' είναι το τέλος που βλέπει το τέλος.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:34:03 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Από την ενότητα Κωδωνοστάσιο (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Κωδωνοστάσιο (απόσπασμα)
 
Ήρθαν ύστερα μέρες μουγγές ξαπλωμένες στα πεζοδρόμια
πάνω απ' τους κρυφούς οχετούς με τα σκεβρωμένα παπούτσια∙
τα ξυλοπόδαρα στη γωνιά τής κάμαρας σκεπασμένα με σεντόνι —
αυτά φορούσε ο εφιάλτης τη νύχτα ως πάνω απ' την κορνίζα τής κουρτίνας,
κ' οι απεργοί πείνας με το κομμένο λεμόνι στη φούχτα
περίμεναν περίμεναν κλείνοντας όλο και πιο βαθιά τα μάτια τους∙

«μην είναι πεθαμένοι;», ρώτησε. Φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά∙
ο άλλος τον πλησίασε∙ τούβγαλε τα γυαλιά∙ τον κοίταξε κατάματα∙
του φόρεσε πάλι τα γυαλιά∙ πισώστρεψε να φύγει∙ — στη ράχη του
ένα μεγάλο χαρτί καρφιτσωμένο με το νούμερο 11,

και τα παιδιά να μη σταματάνε μήτε μέσα στον ύπνο τους
αμίλητα να ρωτάνε με στυλωμένα μάτια
πάλι και πάλι απ' την αρχή∙ μπαστάρδια τού κερατά∙ ναν τους βουλώσεις τ' αυτιά με κερί∙ να κάνεις
πως δεν άκουσες τίποτα∙ δεν είδες∙
να κοιτάς το πηγάδι εκεί πούπεσε η πέτρα
εκεί που η πέτρα τρύπησε το βολβό τ' ουρανού∙
η τρύπα απόμεινε πιο μέσα κάτω απ' το νερό κάτω απ' τη λάμψη
γιατί πάντοτε το νερό κλείνει από πάνω∙
η τρύπα μένει στον πάτο, φωνάζει τις νύχτες∙ οι γυναίκες σωπαίνουν∙
ανάθεμα την ώρα∙ χαράκι στο φρύδι∙ σφίγγουν τα λιγοστεμένα κλειδιά τους∙
η μυρωδιά ζεστού ψωμιού ανεβαίνει ανερώτητη απ' το φούρνο
σκοντάφτει πάνω στα καλώδια χωρίζεται στη μέση
το μισό δεν είναι αρκετό∙

                                   λοιπόν σωπαίνουν
μήπως και βρουν τον καιρό κι αποφασίσουν∙ κοιτάνε
τη σφαίρα που χτύπησε τον τοίχο δίπλα στ' αυτί τού Σωτήρη
πέφτει στο χώμα λιγοστός σουβάς∙ παίρνουν τη σκούπα σκουπίζουν
σηκώνουν κουρνιαχτό μήπως και δουν οι φρουροί απ' αντίκρυ
που το φουστάνι τους και το σαγόνι τους είναι μαύρα. Τίποτα δε σημαίνει∙ — από μέσα τους λένε —
το φως δεν ντουφεκιέται — δοκίμασε ντε ναν το κόψεις
με το σουγιά με το χασαπομάχαιρο∙ αμ δε.


                                                            Με κάτι τέτοια
στις φυλακές το απόγευμα ως το σούρπωμα που ξεμυτίζει τ' άστρο τού τσοπάνου
πάνου απ' τα λίγα λιόδεντρα του λόφου και πιο πάνου απ' τα πεύκα
με τις μεγάλες κάμπιες τυλιγμένες στο μπαμπάκι
και το ντουφέκι κρυμμένο κάτου απ' τη στέγη — κακός μπελάς —
ο κόκκινος σταυρός στο αχούρι κάτου απ' τ' άχερο του σκοτωμένου αλόγου∙

απ' την ταράτσα φαίνονταν τα βαποράκια τού καλοκαιριού στρίβοντας το μουράγιο,
η ακρίδα καθόταν στο ποτήρι με τόνα χάλκινο πόδι σηκωμένο
στη χάλκινη γενιά.

                          Πάντα ξεχνάγαμε
γιατί έπρεπε μαθές να κοιμηθούμε να ξυπνήσουμε να πάμε στη δουλειά να γεννήσουμε
χρειάζονταν πολλά ξυπνητήρια στο τραπέζι στην καρέκλα∙
τα τζιτζίκια είχαν ακόμη κάτι να κάνουν με τους αιώνες
τα μάρμαρα παρ' ότι σακατεμένα είταν άσπρα
στη ρώγα τού βυζιού είχε μείνει λίγο κόκκινο
το κομμένο πήλινο χέρι είταν κούφιο
το φορούσες στο χέρι σου σαν άκαμπτο γάντι
χαιρόσουν την εφαρμογή τη μεταμφίεση της γροθιάς —
αυτά τα γάντια ξέρεις σκεβρώνουν απ' το μηχανόλαδο, τη βενζίνα, το τιμόνι,
μπαλσαμωμένα σε στάση οδήγησης, χαστουκίζουν τον άνεμο.

           Ψευτοπαλληκαριές — είπε∙
χαρτονένια προάστια σημαιοστολισμένα,
νταβατζιλίκια, σφίξιμο του κρασοπότηρου στην παλάμη,
το αίμα στο καλό σου κοστούμι∙
                                             κι ο Πέτρος
κολλούσε το στόμα του απ' το σάλιο
κάνοντας να πει λευτεριά ή ουρανός ή αύριο
ενώ το χέρι τής γυναίκας πλένοντας τα τζάμια τής μπυραρίας
είταν σχεδόν πιωμένο απ' το φως
με το βρεγμένο πανί της έξω απ' το χρόνο.

Ανάθεμα την ώρα — ξανάλεγε ο Βαγγέλης,
μισός μες στο νερό μισός στον ήλιο — στο τέλος-τέλος
έτσι κι αλλιώς τα κυπαρίσσια∙ πάνω τους κάθονται
ένα κουτσό σπουργίτι ένα σύννεφο η σκούφια τού Ανέστη
οι ασημένιες παλάμες απ' τα τάματα
οι κομμένες πλεξούδες τής Άρτεμης —

                                                     Αχού
τι στράτες ξετρυπώνει η ολπίδα — είπε η γερόντισσα —
οι ανθρώποι — μόνη της περφάνεια να μην έχουν τίποτες
τα παιδιά ποτισμένα το ξύδι τής γκορτσιάς. Να μου λείπει —
είπε η Κατίνα τινάζοντας το παπούτσι της. Οι άλλοι
έμειναν στα ψηλά βουνά ξαγρυπνισμένοι απ' τις ντουφεκιές τού γαλαξία∙
όταν είδαν τη γάτα στο θάμνο κατάλαβαν πως τους είχαν προδώσει,
τ' αχαμνά τους μαζεύτηκαν απ' τ' αγιάζι μες στις μαύρες τρίχες,
τους κάψανε με τσιγάρα τ' αυτιά το φαλλό τα ρουθούνια∙ δε βγάλανε λέξη∙

Μωρέ λεβέντες φιλότιμα παιδιά με πέντε κουτσογράμματα πατρίδα
δίχως προπαίδεια ηρωισμού πολιτική οργάνωση κοινωνιολογία
κ' η νύχτα μ' ένα φεγγάρι-μαχαίρι καρφωμένο ολόρθο στην πόρτα
αυτοί κλειδωμένοι απ' όξω
οι άλλοι κλειδωμένοι από μέσα
κοιτάζοντας απ' τα στενά παράθυρα τη θάλασσα
ανεβαίνοντας τη στριφτή σκάλα τού φάρου — μεγάλη μαρμάρινη σκάλα
τα ίδια ακριβώς σκαλοπάτια προς τα κάτου
πηγάδια πάνου πηγάδια κάτου κλεισμένα, φουρνέλο, φιτίλι,
μπαμ δεν ακούστηκε τίποτα
η αρκούδα νύχτα περπατούσε στο δάσος σπάζοντας τα δέντρα
η αρκούδα ιστορία. Τι όνειρα κάναμε —   
όνειρα με τη σέσουλα. Τι κορμιά πέσανε —

Όλα τα δαγκωμένα μήλα στρωμένα καταγής τής μεγάλης εξορίας
μισή ώρα περίπατο με άδεια πίσω απ' το συρματόπλεγμα
σκοντάφτεις στα μήλα, φυλάγεσαι μην τσακιστείς∙
φυλάγεσαι; — λάθος ∙ τσακίζεσαι; — λάθος∙
φυλάγεσαι απ' το λάθος; φυλακίζεσαι; δε φυλακίζεσαι; — λάθος∙
άιντετε ωρέ με τα λάθη σας με τα λάθη τους με τα λάθη μας,
εδώ θα μείνουμε ωρέ;

Πού 'ναι το τύμπανο το τύμπανο ωρέ με το γδαρμένο πετσί τής Ηλέκτρας;
   
[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:34:26 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Το δίχτυ (1970)]

Γιάννης Ρίτσος, Το δίχτυ (απόσπασμα)

[...]

Έτσι, λοιπόν,
αυτός,
μόνος, μοναδικός, μονήρης,
άδειος,
πλήρης,
αποκλεισμένος, εξαναγκασμένος
αντίστροφα ελεύθερος —
                                   Αυτός,
ρίχνοντας το μεγάλο δίχτυ
βαθιά, βαθιά,
στο πιο κατακόρυφο μέρος τής νύχτας, ανεβάζοντας
ως τη στάθμη των μυστικών νερών,
ως τη στάθμη τής σιδερένιας κλίνης,
τη γυμνή γυναίκα
το γυμνόν άντρα
σμιγμένους σ' ένα σώμα,
στο δικό του το σώμα,
λάμποντας όλος,
λάμποντας όλοι,
λάμποντας όλα
με τα δικά του τα μάτια —

Δεν μπορεί να τα κλείσει,
δεν μπορεί να πεθάνει,
γιατί ή γυναίκα φορούσε
στο μικρό δάχτυλο του αριστερού ποδιού της
ένα λεπτό δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα,
γιατί ο άντρας φορούσε
ολόγυρα στη μέση του
τρεις γύρους
το σκοινί απ' το κατάρτι τού Οδυσσέα —
η μια του άκρη κρεμόταν στο μηρό του.
Αυτό ήθελε να πει
Τίποτε' άλλο.

Κ' έλεγε : φτάνει.

Κι αυτό ακριβώς δικαιολογούσε τη μεγάλη λάμψη παρ' όλα τα κακά συμβάντα
τα σημερνά
τα  χτεσινά         
τ' αυριανά,
με τούς φρουρούς εντειχισμένους στις εφτά πύλες των Θηβών
με τα σπίτια μετέωρα στα βίντζια,
με τις Μυκήνες βουλιαγμένες στις πέτρες.

Τις χρυσές προσωπίδες τις κατέβαζαν, νύχτα,
από την πίσω σιδερένια σκάλα της υπηρεσίας
σε σχήμα σκουριασμένης σπείρας.
Τ' αστέρια κοίταζαν άλλου.

Κι αυτός
συντροφευμένος, ασυντρόφιαστος πάντα, επικοινωνώντας
(διά μέσου της κοινής μοναξιάς μας — έλεγε)
μ' αυτούς πού ανάστησε,
μ' αυτούς πού είχαν πνιγεί
στον ουρανό ή στη θάλασσα ή στο χώμα —
γιατί, βέβαια, όλοι
είχαν πνιγεί
κι αυτός μαζί,
και, βέβαια, όλοι
κι αυτός μαζί
χρειάζονταν μιαν ανάσταση,
το ίδιο και τα κουμπιά τού σακακιού τους,
το ίδιο και το σταχτοδοχείο κ' η λάμπα τους,
κι ο καπνός τού τσιγάρου τους.

Κ  ίσως γι' αυτό
κανένας δεν πεθαίνει
μέσα στην ποίηση —
μήτε το μπρίκι πού ψήναμε καφέ
Ιούλιος μήνας στο πευκόφυτο της Καλαυρίας
ανάβοντας μικρές ευωδιαστές φωτιές με ξερό θρούμπι

Έτσι,
με το 'να χέρι του στα φρύδια να σκιάζει τα μάτια, αγναντεύοντας
τα βενζινόπλοια πού αρμένιζαν στον Ελλήσποντο,
με τ' άλλο βυθισμένο στην τσέπη του,
σφίγγοντας τα κλειδιά του
ζεσταμένα απ’ το ίδιο του το σώμα.

Καλημέρα, — είπε.
Κι ο άλλος (παράξενο) αποκρίθηκε,
μακριά, απ' το καράβι,
κι ο άλλος απ' το άλλο καράβι,
πιο πέρα :

Καλημέρα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:34:43 by wings »


 

Search Tools