twist someone's arm → στριμώχνω, πιέζω, ασκώ πίεση, βάζω τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι, βάζω το μαχαίρι στον λαιμό, βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, εκβιάζω, εξαναγκάζω, δεν αφήνω άλλες επιλογές, αναγκάζω κάποιον να κάνει ό,τι θέλω, υποχρεώνω
spiros ·
1 · 359