δημότης [δim'otis] ουσ αρσ
Θεσσαλονίκης, επίτιμος = registered voter/citizen (of a municipality) Για την προσφορά του στη συμπρωτεύουσα ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης της. = For his services to the second city, he was made an honorary citizen.
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας