English - Greek Translation Services, Greek Dictionaries, Machine Translation
Translatum - The  Greek Translation Vortal
Translatum.gr - Greek Translation
Greek Translation Services
 Ask a terminology question in the forum!
Sitemap | News | Tell a friend | RSS
Translatum Greek Translation Forum
Our page on facebookFollow us on twitterRSS feed


Greek translation Greek dictionaries Λεξικό Γεωγραφίας (δείγμα)- Α. Νικολαρέα  


A posteriori approach Εκ των υστέρων μέθοδος. (ΦΙΛΟΣΟΦ, ΣΤΑΤ).
A to D converter(or A-D converter) Μετατροπέας A/D. (ΠΛΗΡΟΦ).
Abacus Αριθμητήριο. (ΠΛΗΡΟΦ).
ABC (AirBorne Control System) Σύστημα εναερίου ελέγχου. (ΑΕΡΜHX, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ).
Aberration Εκτροπή, παραμόρφωση, σφάλμα (οπτικής γωνίας). (ΣΓΠ).
Abiotic effect Αβιοτική επίδραση. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Ablation rate Ρυθμός επιφανειακής διάβρωσης. Ποσότητα εδάφους που μεταφέρεται από τις κλιτείς σαν συνέπεια της διάβρωσης που οφείλεται σε επιφανειακή απορροή. Εκφράζεται σε τόννους ανά εκτάριο ανά έτος (tn/ha/y). Βλέπε και Sheet erosion: «Επιφανειακή διάβρωση». (ΔΑΣΟ).
Abort Ακυρώνω. (ΠΛΗΡΟΦ).
Abridged life table Συνεπτυγμένος πίνακας επιβίωσης.
Abscissa (or X -coordinate) Τετμημένη. Κοινά καλείται συντεταγμένη – Χ. (ΜΑΘ, ΣΓΠ).
Absolute altitude (or H) Απόλυτο υψόμετρο (αεροφωτογραφίας) – συμβολίζεται με το Η. (ΓΕΩΓΡ, ΓΕΩΔ, ΓΕΩΜ, ΜΑΘ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Absolute coordinates Απόλυτες συντεταγμένες. (ΜΑΘ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Absolute error Απόλυτο σφάλμα. (ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Absolute flight height Απόλυτο ύψος πτήσης. (ΣΓΠ).
Absolute temperature Απόλυτη θερμοκρασία. Η θερμοκρασία στην οποία οι περισσότερες μορικές κινήσεις σταματούν. Αναφέρεται συνήθως σαν απόλυτο μηδέν (-2750 C) γιατί αυτή είναι η βάση της κλίμακας Κέλβιν, που χρησιμοποιείται στη φωτογραφία σαν μέσο για τη μέτρηση της χρωματικής θερμοκρασίας. (ΓΕΩΓΡ, ΓΕΩΔ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Absolute vector Απόλυτο διάνυσμα. (ΣΓΠ).
Absolute zero Απόλυτο μηδέν. (ΣΓΠ).
Absorbed light Απορροφούμενο φώς. (ΣΓΠ).
Absorption filters Φίλτρα απορρόφησης. (ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ).
Absorption Απορρόφηση. Το φως που πέφτει σε μια επιφάνεια και αποροφιέται μερικά ή σχεδόν τελείως από την επιφάνεια. Το φως που αποροφιέται μετατρέπεται σε θερμότητα, ενώ το φως που δεν αποροφιέται είτε μεταδίδεται (από διαφανείς επιφάνειες) ή ανακλάται (από αδιαφανείς επιφάνειες). (γενικά, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Absorptivity ratio Λόγος απορροφητικότητας.
Absorptivity/emissivity ratio Λόγος απορροφητικότητας/εκπομπής. (ΣΓΠ).
Abstract phenomena Αφηρημένα φαινόμενα.
Abstract (1) Αφαιρώ, αποσπώ. (ρ.). [Ο τονισμός πέφτει στη δεύτερη συλλαβή]. (2) Συνοψίζω. (ρ.). [Ο τονισμός πέφτει στη δεύτερη συλλαβή]. (2) Περίληψη. (ουσ.). [Ο τονισμός πέφτει στην πρώτη συλλαβή]. (3) Απόσπασμα (γραπτού κειμένου). (ουσ.). [Ο τονισμός πέφτει στην πρώτη συλλαβή]. (4) Νοητικός, αφηρημένος, όπως στην έκφραση abstract notion: «αφηρημένη έννοια». (επίθ.). [Ο τονισμός πέφτει στην πρώτη συλλαβή].
Abstraction (1) Αφαίρεση. (ΜΑΘ). (2) Αφηρημένη έννοια. (3) Αφαιρετική ικανότητα, διαδικασία.
Accelerate Επιταχύνω, ταχύνω, επισπεύδω, πηγαίνω με ταχύτερο ρυθμό, αυξάνω ταχύτητα. (γενικά).
Accelerated method of depreciation Μέθοδος επιταχυνόμενης απόσβεσης. Λογιστική μέθοδος σύμφωνα με την οποία ένα μέρος του κόστους κάποιου πάγιου στοιχείου αποσβένεται ετήσια με ταχύτερα ποσοστά από ότι με τη μέθοδο της σταθερής απόσβεσης - σύμφωνα με την οποία αποσβένονται ίσα ποσά κάθε χρόνο σε όλη τη διάρκεια ζωής του περιουσιακού στοιχείου. (ΟΙΚ).
Accelerated skin ageing Πρόωρη γήρανση δέρματος. Συνήθως, η πρόωρη γήρανση είναι επακόλουθο της παρατεταμένης έκθεσης του σώματος και δέρματος στις ηλιακές ακτίνες. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΙΑΤΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acceleration of gravity Επιτάχυνση της βαρύτητας. (ΣΓΠ).
Accelerator (1) Επιταχυντής. (ΣΓΠ). (2) Επιταχυντής. Χημικό συστατικό σε μια διάλυση εμφανιστή που επιταχύνει τη δράση του μειωτικού παράγοντα της διάλυσης. Αυτά τα χημικά είναι συνήθως αλκαλικά. (???).
Acceptable damage Αποδεκτές επιπτώσεις. Επιπτώσεις φυσικών φαινομένων που δεν προκαλούν σοβαρή υποβάθμιση των οικονομικών και κοινωνικών αγαθών που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον. (ΔΑΣΟ).
Acceptable fire risk Αποδεκτός κίνδυνος πυρκαγιάς. Η έκταση της ζημιάς από μια πυρκαγιά που μια κοινωνία αποδέχεται αντί να επενδύσει σε μέσα και προσπάθεια για τον περιορισμό των ζημιών. (ΔΑΣΟ).
Acceptance region (or region of acceptance) Περιοχή αποδοχής. (ΣΤΑΤ).
Acceptance Αποδοχή, παραδοχή (γενικά, ΣΤΑΤ).
Accepted quality level Παραδεκτό επίπεδο ποιότητας. Επίπεδο ποιότητας ικανοποιητικό και πρακτικό. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Access browse Προσπέλαση ξεφυλίσματος. (ΣΓΠ).
Access time Χρόνος πρόσβασης/προσπέλασης. (ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Access Πρόσβαση (γενικά), προσπέλαση. (ΣΓΠ).
Accessibility Ευκολία προσέγγισης, προσβασιμότητα.
Accessible Προσιτός, προσβάσιμος, ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος.
Accessories Βοηθήματα. (ΠΛΗΡΟΦ).
Accommodate (1) Φιλοξενώ, στεγάζω. (γενικά) (2) Συμβιβάζομαι, προσαρμόζω [accommodate to]. (γενικά, ΣΓΠ). (3) Χορηγώ, διευκολύνω, εξυπηρετώ. (γενικά, ΟΙΚ).
Accommodation (1) Κατάλυμα, στέγαση. (2) Προσαρμογή, συμβιβασμός. (3) Προσαρμογή (ΣΓΠ)
Account (1) Λογαριασμός. (2) Όφελος, σημασία, αξία, αιτία. (3) Λόγος, έκθεση, αφήγηση, περιγραφή. (4) Λογιστική μερίδα. (5) (Διαφημιζόμενος) πελάτης. (6) Προτίμηση πελάτη (προς επιχείρηση κτλ.). (7) Δίνω λογαριασμό, λογοδοτώ.
Accretion (Βαθμιαία) Επαύξηση ή επισώρευση. Ανάπτυξη δύο ή περισσότερων στοιχείων σε ένα, πρόσκτηση, προσαύξηση. (ΓΕΩΛ, ΦΥΣ).
Accumulate Συσσωρεύω, συγκεντρώνω.
Accumulation Συσσώρευση, σωρός.
Accumulator Συσσωρευτής. (ΜΗΧΑΝΟΛ, ΠΛΗΡΟΦ).
Accuracy (1) Ακρίβεια, oρθότητα. (γενικά, ΣΤΑΤ). (2) Απόλυτη ακρίβεια. (ΣΓΠ, ΧΑΡΤ).
Accurate measurement Ακριβής μέτρηση/καταμέτρηση.
Acetate base Ασετική βάση ή βάση κυτταρίνης. Άφλεκτη βάση για τα γαλακτώματα των φιλμς που αντικαθιστά την εύφλεκτη βάση νιτρικής σελυλόζας???. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ, ΧΗΜ).
Acetate film Φιλμ κυτταρίνης. Φιλμ ασφαλείας (άφλεγο) με βάση αποτελούμενη από οξική ή τριοξική κυτταρίνη. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ, ΧΗΜ).
Acetic acid Οξικό οξύ. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΦΩΤΟ).
Achromatic lens Αχρωματικός φακός. (ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Achromatic Σύστημα φακού που έχει διορθωθεί για την εκτροπή παρόλο που αυτή μπορεί να υπάρχει στα μεγαλύτερα διαφράγματα παλιών φακών που σημειώνονται σαν «αχρωματικοί».
Acid compound Όξινη ένωση. Ένωση που μπορεί να δώσει πρωτόνια ή να πάρει ζεύγη ηλεκτρονίων. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acid earth Όξινη γη. Εδάφη με όξινα συστατικά, δηλαδή εδάφη που δίνουν όξινη αντίδραση. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acid fog Όξινη ομίχλη. Ομίχλη στην οποία τα σταγονίδια νερού είναι ιδιαίτερα όξινα. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acid lake Όξινη λίμνη. Λίμνη της οποίας το pH είναι ίσο ή μικρότερο του 5.5 φυσικά ή τεχνητά. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acid neutralizing capacity (or ability) Ικανότητα εξουδετέρωσης οξέως. Η μέγιστη ικανότητα μιας ουσίας να δεχθεί ελεύθερα πρωτόνια, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση της συγκέντρωσης ελευθέρων πρωτονίων σε διάλυμμα ή στη σταθερότητα ενός χημικού συστήματος ως προς την προσθήκη οξέως. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acid run-off Όξινη απορροή. Απόπλυση με αποτέλεσμα όξινο περιεχόμενο. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acid substance Όξινη ουσία. Ουσία που μπορεί να δώσει πρωτόνια ή να πάρει ζεύγη ηλεκτρονίων. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acid test (or Quick ratio) Δείκτης άμεσης ρευστότητας (κυρ. όξινο τεστ). Το πηλίκο της διαίρεσης του κυκλοφορούντος ενεργητικού (μειωμένου κατά τα αποθέματα) με τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. (ΟΙΚ).
Acid tolerance Ανοχή στην οξύτητα. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acidified lake Οξινισμένη λίμνη. Λίμνη με όξινη αντίδραση του νερού, η οποία περιέχει όξινες ενώσεις, είτε από φυσικού είτε από ρύπανση. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Acoustic angular frequency Ακουστική γωνιακή συχνότητα. (ΑΚΟΥΣΤ, ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΓΕΩΜ, ΕΠΙΚΟΙΝ, ΗΛΕΚΤΡ, ΜΑΘ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΧΑΡΤ, ΧΗΜ). Βλέπε επίσης Angular frequency.
Acoustic coupler Ακουστικός σύνδεσμος. (ΠΛΗΡΟΦ).
Acoustic Doppler effect Ακουστικό φαινόμενο Doppler. (ΑΚΟΥΣΤ, ΓΕΩΓΡ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΧΑΡΤ).
Acoustic frequency Ακουστική συχνότητα. (ΑΚΟΥΣΤ, ΓΕΩΓΡ, ΕΠΙΚΟΙΝ, ΜΑΘ, ΜΗΧ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Acoustic velocity Ακουστική συχνότητα. (ΑΚΟΥΣΤ, ΓΕΩΓΡ, ΓΕΩΜ, ΕΠΙΚΟΙΝ, ΗΛΕΚΤΡ, ΜΑΘ, ΜΗΧ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝ, ΦΥΣ).
Acoustic velocity Ακουστική συχνότητα. (ΑΚΟΥΣΤ, ΓΕΩΓΡ, ΓΕΩΜ, ΕΠΙΚΟΙΝ, ΗΛΕΚΤΡ, ΜΑΘ, ΜΕΤΕΟ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΤΗΛΕΠΙΚ, ΦΥΣ).
Acoustic wavelength (or grating wavelength): Ακουστικό μήκος κύματος [ή περίοδος φράγματος (βήμα)]. (ΑΚΟΥΣΤ, ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΓΕΩΜ, ΕΠΙΚΟΙΝ, ΗΛΕΚΤΡ, ΜΑΘ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ, ΧΗΜ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Acoustooptic access time Χρόνος ακουστοοπτικής προσπέλασης. (ΑΚΟΥΣΤ, ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΕΠΙΚΟΙΝ, ΜΑΘ, ΟΠΤ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΤΗΛΕΠΙK, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ, ΧΗΜ).
Acronym Ακρονύμιο ή ακροστοιχίδα (γενικά, ΓΛΩΣΣ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ).
Actinic dermatitis Ακτινική δερματίτιδα. Φλόγωση του δέρματος που οφείλεται σε ακτινοβολίες. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΙΑΤΡ, ΠΕΡΙΒ, ΧΗΜ).
Actinic erythema Ακτινικό ερύθημα. Κοκκίνισμα που προκαλείται από τις ακτινοβολίες. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΙΑΤΡ, ΠΕΡΙΒ).
Actinic light Ακτινικό φως ή ακτινικός φωτισμός. Φως ικανό να προκαλέσει φωτοχημικές επιδράσεις σε φωτοευαίσθητο υλικό. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Actinic opacity Ακτινική διαφάνεια. Αδιαφάνεια στο φως ειδικών φασματικών χαρακτηριστικών. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ). Βλέπε Opacity.
Actinometer Ακτινόμετρο. (ΣΓΠ).
Action query Ερώτημα ενεργείας. (ΠΛΗΡΟΦ).
Action Δράση, ενέργεια.
Activator Ενεργοποιητής. (ΜΗΧΑΝΟΛ, ΣΓΠ).
Active command Ενεργός διαταγή. (ΠΛΗΡΟΦ).
Active document Ενεργό έγγαραφο. (ΠΛΗΡΟΦ).
Active microwave imagery sensors Μικροκυματικοί ενεργοί απεικονιστές. (ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΧΑΡΤ).
Active microwave imagery sensors Μικροκυματικοί ενεργοί απεικονιστές. (ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ).
Active population (economically) Ενεργός πληθυσμός (οικονομικά). (ΔΗΜΟ, ΟΙΚ).
Active sensor Ενεργητικός ανιχνευτής. Ανιχνευτής στον οποίο έχει ενσωματωθεί ή συνδεθεί ένας πομπός που ακτινοβολεί τη σκηνή (ή το υπό παρατήρηση πεδίο) στη φασματική ταινία του δέκτη. (α) Τα ραντάρ και τα lidar είναι παραδείγματα «ενεργητικών ανιχνευτών». (β) Σε περίπτωση των ανιχνευτών φωτός, η υποδοχή έχει γίνει σε φασματική ταινία διαφορετική εκείνης της εκπομπής. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΓΕΩΓΡ, ΗΛΕΚΤΡ, ΜΑΘ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΕΡΙΒ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Active system Ενεργό σύστημα. (γενικά, ΟΙΚ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Active window Ενεργό παράθυρο. (ΠΛΗΡΟΦ).
ActiveX control Χειριστήριο ActiveX. (ΠΛΗΡΟΦ).
Activity fuels Τεχνητά (ανθρωπογενή) καύσιμα. Τύπος δασικής καύσιμης ύλης που δημιουργείται εξ αιτίας δασικών και δασοκομικών εργασιών (υλοτομίες, αραιώσεις, κλαδώσεις κλπ). Τα τεχνητά καύσιμα πρέπει να αντιδιαστέλλονται με τα φυσικά παραγόμενα από το δάσος καύσιμα. (ΔΑΣΟ).
Activity rate Συντελεστής (οικονομικής) δραστηριότητας. (ΔΗΜΟ, ΟΙΚ).
Activity Δραστηριότητα, ενέργεια, κίνηση.
Actor-network theory Θεωρία δράστη-δικτύου. (ΠΛΗΡΟΦ).
Actual population Πραγματικός πληθυσμός. (ΔΗΜΟ, ΟΙΚ).
Actual track Πραγματικό ίχνος. (ΣΓΠ).
Acutance Οξύτητα. (ΣΓΠ).
ADC (Analog to Digital Converter) Μετατροπέας αναλογικού σε ψηφιακό. (ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ).
Adder Αθροιστής. (ΠΛΗΡΟΦ).
Add-in Πρόσθετο. Ένα συστατικό λογισμικού, το οποίο διευρύνει τις δυνατότητες της Visual Basic. Μερικά πρόσθετα όπως είναι το Class Builder Utility Add-in της Visual Basic συμπεριλαμβάνονται μαζί με την Visual Basic. Υπάρχουν επίσης και άλλα πολλά πρόσθετα προγράμματα που προέρχονται από τρίτους. Μέσα στο περιβάλλον IDE, το πρόσθετο Manager χρησιμοποιείται για την εγκατάσταση και την αφαίρεση των πρόσθετων προγραμμάτων (Add-in). (VISUAL).
Addition of variates Πρόσθεση (τυχαίων) μεταβλητών. (ΣΤΑΤ).
Addition rationing Πρόσθεση των φασματικών καναλιών. (ΜΑΘ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Addition (1) Πρόσθεση. (ΜΑΘ). (2) Προσθήκη.
Additive (random walk) process Προσθετική διαδικασία, τυχαίος περίπατος. (ΣΤΑΤ).
Additive causality Προσθετική αιτιότητα. (ΜΑΘ, ΠΛΗΡΟΦ).
Additive color process Προσθετική επεξεργασία χρώματος. (ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Additive color theory Προσθετική θεωρία χρώματος. (ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Additive colors Προσθετικά χρώματα. (ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Additive model Προσθετικό μοντέλο. (ΛΟΓ, ΜΑΘ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΤΑΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΙΛΟΣ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Additive properties of χ2 Προσθετικές ιδιότητες της χ2. (ΜΑΘ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΤΑΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Additivity of means Προσθετικότητα των μέσων. (ΜΑΘ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΤΑΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Add-on (n.) (1) Προσθήκη, επιπρόσθετο. (ουσ.).(2) Πρόσθετα. Όρος της Πληροφορικής για το χαρακτηρισμό συστημάτων, συσκευών ή κυκλωμάτων που μπορούν να προστεθούν σε έναν υπολογιστή για να αυξηθεί η μνήμη του ή να βελτιωθεί η λειτουργία του. (ΠΛΗΡΟΦ).
Addresable vertical positions Προσδιορίσιμες κάθετες θέσεις. Σε προσδιορίσιμη εικόνα ο αριθμός των θέσεων, στις οποίες μπορεί να τοποθετηθεί μια συνεχής οριζόντια γραμμή. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Address bus Καλώδια διευθύνσεων. (ΠΛΗΡΟΦ)
Address Διεύθυνση (γενικά, ΜΑΘ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΧΑΡΤ, ΧΩΡΑΝΑΛ).
Addressable horizontal positions Προσδιορίσιμες οριζόντιες θέσεις. Σε προσδιορισμένη εικόνα ο αριθμός των θέσεων, στις οποίες μπορεί να τοποθετηθεί μια συνεχής, κάθετη γραμμή. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Addressable point Σημείο απεύθυνσης. (ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΧΑΡΤ).
Addressable vertical positions Προσδιορίσιμες κάθετες θέσεις. Σε προσδιορίσιμη εικόνα ο αριθμός των θέσεων, στις οποίες μπορεί να τοποθετηθεί μια συνεχής οριζόντια γραμμή. (ΟΠΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Adjustable camera  
Adjustable lens  
Adjusted rate Εξομαλυνθείς (ή προσαρμοσμένος) συντελεστής. (ΔΗΜΟ).
Administrative area Διοικητική περιοχή. (ΔΗΜΟ).
Administrative district Διοικητική περιφέρεια. (ΔΗΜΟ).
Adnexal carcinoma Επινεφριδιακό ή εξαρτηματικό επιθηλίωμα/καρκίνωμα. (1) Το βασοκυτταρικό επιθηλίωμα του δέρματος όπου τα κύτταρα αναπαράγουν εκκρίσεις ή παραγωγή ιδρώτα στις εξαρτηματικές πτυχώσεις (του δέρματος). (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΙΑΤΡ, ΠΕΡΙΒ). (2) Κατηγορία επιθηλιωμάτων στην οποία ομαδοποιούνται οι περιπτώσεις οι οποίες δεν έχουν ταξινομήθεί (π.χ. μικτό επιθηλίωμα, ενδιάμεσο επιθηλίωμα, αδιαφοροποίητο επιθηλίωμα), και οι οποίες δεν είναι ούτε βασοκυτταρικές ούτε ακανθοκυτταρικές. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΙΑΤΡ, ΠΕΡΙΒ).
ADP (Automated Data Processing) Αυτόματη Επεξεργασία Δεδομένων. (ΣΓΠ)
Adult mortality Θνησιμότητα ενηλίκων. (ΔΗΜΟ).
Advanced regeneration Προχωρημένη αναγέννηση. Δέντρα που έχουν εγκατασταθεί φυσικά σαν υπόροφος ώριμης συστάδας και έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν την επόμενη συγκομιδή μετά την απομάκρυνση της ώριμης συστάδας. Βλέπε επίσης Regeneration: «Αναγέννηση». (ΔΑΣΟ).
Advanced very high resolution radiometer (AVHRR) Προηγμένο (βελτιωμένο) ραδιόμετρο πολύ υψηλής ανάλυσης, περισσότερο γνωστό με τα αρχικά AVHRR. Είναι όργανο τηλεπισκόπισης με πέντε κανάλια τοποθετημένο στους δορυφόρους NOAA για μετρήσεις ακτινοβολίας. Το AVHRR χρησιμοποιείται για τηλεμέτρηση της νεφοκάλυψης, της θερμοκρασίας εδάφους, και τα οπτικά και υπέρυθρα αισθητήριά του χρησιμοποιούνται για παρατηρήσεις βλάστησης, λιμνών, ακτογραμμών, χιονιού και πάγου. Οι αυτόματες μεταδόσεις εικόνων TIROS προέρχονται από αυτό το όργανο. (ΔΑΣΟ).
Adventure game Περιπέτεια. (ΠΛΗΡΟΦ).
Aerial Film Speed (AFS) Ταχύτητα Εναέριου Φίλμ. (ΣΓΠ).
Aerial films Εναέρια φιλμ. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΟΠΤ, ΡΟΜΠΟΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial perspective Εναέρια ή αέρια προοπτική. Το φαινόμενο της απόστασης ή του βάθους που προκαλείται από την ομίχλη της ατμόσφαιρας. Η ομίχλη παράγει μεγάλη ποσότητα υπεριωδών ακτίνων στις οποίες είναι ευαίσθητα όλα τα φωτογρφικά γαλακτώματα. Αυτό παράγει μια γενική πυκνότητα σε όλο το αρνητικό και τη φωτογραφία που γίνεται από αυτό, η οποία εξασθενεί τη φόρμα και δημιουργεί ασαφείς μορφές χωρίς λεπτομέρεια. Αυτό το φαινόμενο βοηθάει στη δημιουργία τονικών διαφορών, δίνοντας αέρινη προοπτική.
Aerial photography contact print Αεροφωτογραφία επαφής. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial photography endlap Πρόσθια (κατά μήκος) επικάληψη αερφωτογραφιών. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial photography flight strip Ζώνη (σειρά) αεροφωτογραφιών. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial photography sidelap Πλάγια (κατά πλάτος) επικάληψη αερφωτογραφιών. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial photography Αεροφωτογραφία. Η αεροφωτογραφία έχει πολλές χρήσεις και μπορεί να χωρισθεί σε διάφορες κατηγορίες. Οι πιο συνηθισμένες χρήσεις της είναι για την κατασκευή χαρτών, αναγνωρίσεις, και την καταγραφή στρατιωτικών ασκήσεων, ενώ οι διάφοροι τύποι της είναι φωτογραφία από τον αέρα προς τον αέρα, από τον αέρα προς τη γή και από τον αέρα προς τη θάλασσα. Οι περισσότερες αεροφωτογραφικές μηχανές εκτός από αυτές που χρησιμοποιούνται για την καταγραφή οργάνων αεροσκαφών χρησιμοποιούν φίλμ μεγάλου μεγέθους και συχνά ασυνήθιστου σχήματος όπως τετράγωνο 12.7 cm ή 22.9 cm σε ρολά των 30 μέτρων. Οι φωτογραφικές μηχανές που δεν κρατιούνται στο χέρι χειρίζονται από τον πιλότο ή τον παρατηρητή του με τη χρήση αυτοματων διακόπτων που απασφαλίζουν το φωτοφράκτη, προωθούν το φίλμ και ξαναοπλίζουν το φωτοφράκτη. Ο χρόνος εκφώτισης σχετίζεται με την ταχύτητα του αεροσκάφους και τις φωτιστικές συνθήκες. Οι φωτογραφικές μηχανές είναι ογκώδεις, συχνά μεγαλύτερες από τις φωτογραφικές μηχανές στούντιο (10.2 x 12.7 cm) και προσαρμόζονται συνήθως σε ειδικές υποδοχές του αεροσκάφους. Μερικές όμως φωτογραφικές μηχανές, ακόμη και αρκετά μεγάλου φορμά(τ), είναι σχεδιασμένες για κράτημα στο χέρι, ιδιαίτερα για αναγνωρίσεις και παρατηρήσεις αέρος-αέρος και αέρος-θάλασσας. Η επεξεργασία του φίλμ είναι η ίδια με αυτή του κανονικού ασπρόμαυρου και έγχρωμου φίλμ παρόλο που στο πρώτο ο εμφανιστής δίνει συχνά μεγαλύτερη αντίθεση από ότι οι συνηθισμένοι τύποι. Οι φωτογραφίες από τα αεροφωτογραφικά φίλμ γίνονται όπως συνήθως αλλά συχνά «διαβιβάζονται» μόνο τα αρνητικά για να δώσουν τις πληροφορίες που απαιτούνται. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial picture/photograph Εναέρια φωτογραφία, αεροφωτογραφία. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial reconnaissance Αναγνώριση από αέρα. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerial triangulation (or aerotriangulation) Αεροτριγωνισμός. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerometeorograph Αερομετεορογράφος. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aerosol propellant Προωθητικό ψεκασμού. Προϊόν που επιτρέπει, μέσω μιας βαλβίδας, την εκτόξευση ενός υγρού με τη μορφή πολύ λεπτών σταγονιδίων. (ΒΙΟΛ, ΒΙΟΧΗΜ, ΓΕΩΓΡ, ΜΗΧ, ΠΕΡΙΒ, ΦΥΣ, ΧΗΜ).
Afforestation Αναδάσωση. Η τεχνητή εγκατάσταση δένδρων σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχε πριν δάσος ή καταστράφηκε και δεν είχε τη δυνατότητα να επανακάμψει φυσικά. Αντιπαράβαλε αυτό τον όρο με τους όρους Reforestation: «Αναδάσωση», Regeneration: «Αναγέννηση», Natural regeneration: «Φυσική αναγέννηση» και Artificial regeneration: «Τεχνητή αναγέννηση». (ΔΑΣΟ).
AFS (Aerial Film Speed) Ταχύτητα Εναέριου Φίλμ. (ΑΕΡΟΜΗΧ, ΜΗΧ, ΟΠΤ, ΠΛΗΡΟΦ, ΡΟΜΠΟΤ, ΣΓΠ, ΤΗΛΕΠ, ΦΤΓΡΑΜ, ΦΥΣ, ΦΩΤΟ, ΧΑΡΤ).
Aftercare management Αναδασωτικοί μεταχειρισμοί ή αναδασωτική διαχείριση. Αυτός ο όρος εννοεί την παρακολούθηση της πορείας της αναδάσωσης και την αντικατάσταση των αποτυχημένων φυτεύσεων σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα. (ΔΑΣΟ).
Age at entry Ηλικία εισόδου. (ΔΗΜΟ).
Age at marriage Ηλικία κατά το γάμο. (ΔΗΜΟ).
Age at retirement (or withdrawal) Ηλικία αποχώρησης (από τον ενεργό οικονομικό βίο). (ΔΗΜΟ).
Age difference between spouses Διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων. (ΔΗΜΟ).
Age distribution Κατανομή κατά ηλικία. (ΔΗΜΟ).
Age group Ομάδα ηλικιών. (ΔΗΜΟ).
Age last birthday Ηλικία των τελευταίων γενεθλίων. (ΔΗΜΟ).
Age structure Διάρθρωση κατά ηλικία. (ΔΗΜΟ).
Ageing (or ageing) Γήρανση. (ΔΗΜΟ).
Agency cost Διαμεσολαβητικό κόστος. Το κόστος - όπως η έκδοση ομολογιών και ο έλεγχος - με το οποίο επιβαρύνεται ο μέτοχος για να παροτρύνει τα διευθυντικά στελέχη να υιοθετήσουν τις πολιτικές που θα επιτύχουν τη μεγιστοποίηση του πλούτου της επιχείρησης. (ΟΙΚ).
Age-specific birth rate Ειδικός κατά ηλικία συντελεστής γεννητικότητας. (ΔΗΜΟ).
Age-specific death rate Ειδικός κατά ηλικία συντελεστής θνησιμότητας. (ΔΗΜΟ).
Age-specific divorce rate Ειδικός κατά ηλικία συντελεστής διαζυγίων. (ΔΗΜΟ).
Age-specific fertility rate Ειδικός κατά ηλικία συντελεστής γονιμότητας. (ΔΗΜΟ).
Age-specific marriage rate Ειδικός κατά ηλικία συντελεστής γαμηλιότητας. (ΔΗΜΟ).

 

 

top
© Translatum.gr 2001-2016. All rights Reserved
Facebook