Τα
λιόδεντρα είχαν φουντώσει γύρω απ' την αφοδιά [
1 ]. Τα κλαριά τους είχανε μπλέξει μεταξύ
τους, σαν τ' Αβεσσαλώμ τα μαλλιά. Έτσι αδερφωμένα προστάτευαν
το παλιό σπιτικό, που κάποιοι χτίσαν ανάμεσα τους. Μια
ξερολιθιά, μυστρισμένη ολοτρόγυρα, οριοθετούσε το χοίρο,
μυρίζοντας πάστρα κι αρχοντιά. Οι ξύλινοι γίγαντες ορθώνονταν
από ψηλά γιομάτοι περιέργεια κι έσκυβαν από πάνω ενοχλητικοί
σπάζοντας το απόρρητο της κατοικίας. Απρόσκλητα έπεφταν
τα φύλλα και σκόρπιζαν στο πλακόστρωτο. Η Διαλεχτή με
την αγκαθερή, απ' αλιπίτσα
[ 2 ] καμωμένη, σκούπα τα κυνηγούσε σαν παλιόπαιδα,
που μπήκαν να κλέψουν τα ρόδια κι αυτά με τον αγέρα
χοροπηδούσαν και φρουτς της ξέφευγαν σκορπίζοντας πάλι
ξωπίσω της.
-Τ' αναθεματισμένα, μουρμούριζε λες και τάχε άχτι, με
ξεγοφιάσανε.
Με κόπο προσπαθούσε να τα ξεκολλήσει από τις χαραμάδες,
που σχημάτιζαν οι πλάκες. Κάθε τόσο έσκυβε, τα μάζευε
με το φαράσι και τα κουβαλούσε στην άκρη του κηπαριού,
για να "χωνέψουνε", όπως έλεγε, να γίνουνε
χώμα, να το ρίξει στα γεράνια της, που πολύχρωμα κρεμούσαν
απ' τα πεζούλια της σαν τα όνειρα των παιδιών.
Μόλις κουράζονταν σήκωνε σιγά-σιγά το κορμί της, όπως
ο ΠαπαΚλήμης μετά τη γονυκλισία, αντικρίζοντας το δίπατο,
πέτρινο σπίτι της, με τα καλοδουλεμένα μάρμαρα γύρω
από τα παράθυρα και τις πόρτες, τα βαριά αγκωνάρια αλφαδιασμένα
στην τρίχα κι όπως ανηφόριζε το βλέμμα της, προσπέρναγε
την πορσελάνινη κορνίζα, την προστατευτική κάναλη [
3 ], και σαν έφτανε στα μουχλιασμένα κεραμίδια
έπαιρνε επιτέλους την όρθια στάση.
θολός και κατσαρός ανέβαινε ο καπνός απ' το φουγάρο
[ 4 ], βουρλίζοντας
[ 5 ] με τη μυρουδιά του τσουκαλιού τα γνέφια,
που ξατρεχόντανε με τον ήλιο.
- Φαντάσου να μην έβραζα λάχανα, σύλληψη θάχε γένει
απ' το κυνηγητό, μονολογούσε σιγογελώντας.
[
1 ] αυλή
[
2 ] αγκαθωτός θάμνος
[
3 ] σγώρνα
[
4 ] καπνοδόχος
[
5 ] τρελαίνοντας
Το παράθυρο πάνω απ' την πόρτα του τενέλου
[ 1 ] είχε απέξω περαστές δυο
μεγάλες πλακάδες κι απάνω τους μπότηδες [
2 ] και καπασιά
[ 3 ] γιομάτα χώμα κι όμορφα
λουλούδια να ξαμολιόνται προς τα κάτω, ωσάν τα στήθια
της, που προσκυνούσαν τη γη.
Μια μεγάλη καπάσα, σαράντα ζέστες
[ 4 ] θα χώραγε, είχε σγουλώσει
[ 5 ] στο αγκωνάρι του σπιτιού,
εκεί ακριβούς που γώνιαζε, για να ενωθεί με τη συγκολλητή
χαμηλή του κουζίνα. Χώρια από το νερό που συγκέντρωνε,
τη βοηθούσε να πιάνεται, ν' ανεβαίνει το σκαλί μπαίνοντας
μέσα, αφού έπαιρνε πρώτα το βαρύ, σιδερένιο κλειδί μες
από την τρύπα, που ήταν πίσω από την καπάσα, για να
μη φαίνεται και κάτω από μια μικρή πλάκα, που το σκέπαζε
απ' τα μάτια του κόσμου.
Τούτη την αφοδιά έμελλε να τη φροκαλεί
[ 6 ] καθημερινά, από τότε
που γνώρισε τον κόσμο.
- Από πού θα περάσει ο γαμπρός πούναι αφροκάλιστα; της
έλεγε η μάννα της κι εκείνη ξάτρεχε
[ 7 ] τα λιόφυλλα, που της
παίζανε κρουβετζάνα
[ 8 ] μες στους ασπρισμένους
αρμούς. Κάθε που ξάνθιζε όμως τ' άνθι κι ο κίτρινος
μποχός
[ 9 ] απλώνονταν παντού σαν
τη χολέρα, φταρνιοπανε και τα μάτια της γιομίζανε δάκρυα
απ' την αλλεργία. Όμως όσο και να βαρυγκωμούσε, σαν
έπεφτε ο καρπός ο βλογημένος και λάδωνε τσι πλάκες,
αντί να βρίζει, καμάρωνε κι έλεγε:
- Γιομάτο λάδι το κλωνί, φτου του να μην αβασκαθεί.
Ο πλούτος του λαδιού την έκανε να μη λογαριάζει τον
κόπο, που θάκανε να καθαρίσει τη λαδιά με τ' απαλατήδι
[ 10 ].
Αρχοντόσογο το σόι της Διαλεχτής. Ο πατέρας της είχε
πολλές ελιές. Απ' τους μεγάλους κτηματίες της περιοχής.
Και που δεν είχε. Αρχίναε
[ 11 ] από το Φονικό, συνέχιζε
στα Καλοδικάτικα κι έφτανε ίσαμε τα Μποϊκάτικα. Όλα
τους δέντρα σαν τα θεριά κι οι κλώνοι τους σαν γεροδεμένα
μπράτσα ναυτικού. Μπήγαν τις ρίζες τους απλωτές στη
γης και ρούφαγαν το "μάνα" της, για να το
μετατρέψουν επιδέξια σε στρογγυλό μαύρο θησαυρό κρεμασμένο
[ 1 ] τραπεζαρίας
[ 2 ] πήλινες κανάτες με στενό
στόμιο
[ 3 ] πιθάρια μικρά
[ 4 ] μέτρο χωρητικότητας
[ 5 ] χωθεί
[ 6 ] σκουπίζει
[ 7 ] έτρεχε πίσω τους
[ 8 ] κρυφτό
[ 9 ] σκόνη
[ 10 ] το υγρό που μένει στο
φτιάξιμο του σαπουνιού
[ 11 ] άρχιζε
σαν θαύμα ψηλά στα κλωνιά, που τινάζονταν
σαν προσευχή και χάνονταν στον ορίζοντα. Αναρριχώντανε
λες στις αχτίδες του ήλιου, που θάμπωνε ο δόλιος στην
αντηλιά και σαν καθρεφτιζότανε στη λούστρα του επιδερμίδα
γύριζε πάνω του και τον στράβωνε.
Είχε κι ένα κλείσμα
[ 1 ] στον Αϊ Ίσαυρο κατάηλια,
γιομάτο κεντρωμάδες, δέντρα μικρά και φουντωτά, μα περιποιημένα
σαν τσι όμορφες κοπέλες. Τ' αμπέλι στου Ρμήτη ήταν το
κάτι άλλο. Μονάχα η διαδρομή ήταν ένας περίπατος αναψυχής.
Περνώντας ανάμεσα απ' τις ξερολιθιές που όριζαν το στρατί,
αντίκριζες μπροστά το γκρεμό και σ' έπιανε δέος και
ανάγκη για προσευχή. Φάνηκε τόσο ανοιχτοχέρης ο θεός
φτιάχνοντας τούτο τον τόπο... Το ξύλινο πορτόνι, φτιαγμένο
με κυπαρισσένια τεμπλιά
[ 2 ], με την ξύλινη κλειδαριά
έφραζε το δρόμο στους ξένους. Κάτω από το χτήμα, υπόγεια,
μαζεύονταν νερό, που κατέληγε και χυνόταν λίγα μέτρα
πάνω απ' τη θάλασσα. Μα τούτο τ' αμπέλι την αξία του
την έπαιρνε όχι μόνο απ' το φημισμένο κρασί, αλλά από
τη θέα του στο λιοβασίλεμα. Κάθε τέτοιαν ώρα, όταν βρισκόταν
εκεί ο Πιέρος, ο πατέρας της Διαλεχτής, γονάτιζε κοιτάζοντας
κατάματα το γαληνεμένον ήλιο, έβγαζε το σκούφο του κι
έψαλλε όλος συγκίνηση: "...ιδόντες φως εσπερινόν,
υμνούμεν πατέραν υιόν και άγιον πνεύμα...".
Πάνω από την εκκλησιά του Αϊ Θανάση, λίγο πιο κει, σκαμμένη
σαν το γουδί μέσα στο βράχο, ήταν η στέρνα του σπιτιού.
Πελεκητή από επιδέξιους μαστόρους και χτισμένη γύρο
γύρο πάνω από την επιφάνεια της γης με ξερολιθιά, σχημάτιζε
ένα μικρό δωμάτιο σκεπασμένο με πλακάδες. Στο κάτω μέρος
του τοίχου δυο τρύπες οδηγούσαν, μ' αυλάκια σκαλισμένα
στο βράχο, τα νερά της αναβρυτσάδας στο χεροστόμι
[ 3 ] της.
Σαν το λιοκόρνι
[ 4 ] αμολιότανε οι σέμπρες,
μόλις ξημέρωνε ο θεός τη μέρα του, κάτω από τις ελιές,
για να μαζέψουν τον καρπό, πούχε σωριαστεί στο χώμα.
Κάθε απόγιομα ο Λάμπης, ο μπιστικός του Πιέρου, με τους
γαϊδάρους σαμαρωμένους, δεμένους τον
[ 1 ] χωράφι με ελιές περιφραγμένο
με ξερολιθιά
[ 2 ] νατα κομμάτια κυπαρισσιού
ίσια και ξεφλουδισμένα
[ 3 ] στόμιο δεξαμενής νερού
[ 4 ] το αγαθό πνεύμα που φέρνει
ευημερία
ένα πίσω απ' τον άλλο, σαν καραβάνι,
πήγαινε και φόρτωνε τα σακιά πούταν μαζεμένα τόνα δίπλα
στο άλλο. Έβαζε την ξύλινη φουρκατα απ' τη μια μεριά
πούταν φορτωμένο το ένα σακί, για να μην μπατάρει
[ 1 ] η σαμαρά από το βάρος
και σήκωνε το δεύτερο από την άλλη. Τα ζωντανά ξέρανε
το δρόμο και στρατί-στρατί έφταναν και σταματούσαν μπροστά
στη φαρδιά πόρτα του κατωγιού, με τα στρογγυλεμένα μάρμαρα
και το μεγάλο και βαρύ καδινάτσο
[ 2 ]. Οι αργατιές
[ 3 ] μια-μια μετρούσαν με
τη λάτα
[ 4 ] πόσες ελιές μάζεψε κάθε
μια. "Κούκουλη" φώναζε ο Λάμπης, να μη ζημιωθεί
τ' αφεντικό. Όσες κυλούσαν στο σακί που ήταν απλωμένο
κάτω από τη λάτα κι αυτές στον παρτσινέβελο
[ 5 ] μένανε. Κλείνανε το παράπονο
μέσα τους οι γυναίκες. Οι ανάγκες τους ήταν μεγάλες
σαν τις φαμελιές τους κι οι αργατιές πληθώρα. Ένα χρόνο
πριν παρακαλούσαν να κλείσουν θέση στο τσούρμο τ' αφέντη,
γι' αυτό έκαναν πολλές υποχωρήσεις, χάνοντας από το
δίκιο τους. Μετά το μέτρημα γραφότανε ονομαστικά στη
φιλτιστόκα
[ 6 ] πόσες μάζεψε καθεμιά
και τις αδειάζανε στην πυλιγάδρα
[ 7 ] Το πρωί, εφόσον είχε
συμπληρωθεί η αλεσιά ερχότανε οι ντρουβιαρέοι. Γεμίζανε
με την ξεχειλωμένη τους λάτα τα σακιά συμπληρώνοντας
τα με το πιάτο. Το φίλεμά τους ήταν μια φέτα ψωμί με
τυρί του λαδιού, ένα αυγό βραστό και μια κούπα κρασί
καθεμιανού.
Το λάδι το φέρνανε με τ' ασκιά. Το άδειαζαν στις πέτρινες
πύλες να κατακάτσει το θολό κι ύστερα το τραβεντζάρηζε
[ 8 ] ο Λάμπης, λαμπίκο
[ 9 ] πια, σε άλλες καθαρές.
Απ' αυτό πληρώνονταν όλοι. Πρώτα οι σέμπρες, οι σκαφτιάδες,
οι κλαδευτάδες, αυτοί που χτίζανε τις πεζούλες
[ 10 ] κι ύστερα ο Λάμπης για
τις υπηρεσίες του. Το αγώι του ντρουβειού και του γιατρού
η κοντότα
[ 11 ] μένανε ένα κι ένα στον
ντρουβιάρη. Το ρέστο έμενε για τις ανάγκες της χρονιάς
αλλά και της ανέσοδης.
Εκείνος πούχε σκαλίσει στ' αγκωνάρι του σπιτιού ένα
βυζί με τη μισοβαθουλωτή στην περιφέρεια της και ορθή
στο κέντρο θηλή, αυτή την ηφαιστειακή ρώγα, θάταν γουρλής,
γιατί με το μπρικέτι μπαίνανε τ' αγαθά σε τούτη τη φαμελιά.
Μπήκε στην κουζίνα η Διαλεχτή, έβαλε την ποδιά της,
που είχε πίσω από την πόρτα κρεμασμένη, σκούπισε τα
χέρια της και πλησίασε τη γωνιά, που η κατσαρόλα έβραζε
πάνω στα ξύλα. Οι φλόγες ανεβοκατέβαιναν γύρω απ' τη
γανωμένη
[ 12 ] πινιάτα
[ 13 ], ενώ η τσίκνα νοστίμιζε
ακόμα πιο πολύ την ευωδιά, που στριφογύριζε σαν πεταλούδα.
Σήκωσε το καπάκι. Έδωσε μια αναδεψιά
[ 14 ] με την ξύλινη κουτάλα,
[ 1 ] αναποδογυρίσει
[ 2 ] συρτή
[ 3 ] εργάτες
[ 4 ] τενεκές
[ 5 ] νοικοκύρης
[ 8 ] μεταγγίσει
[ 6 ] κατάλογος
[ 9 ] διαυγές
[ 7 ] δοχείο χτισμένο κάτω
[ 10 ] ξερολιθιές
για να βάζουν τις ελιές
[ 11 ] λάδι για αμοιβή του
γιατρού
[ 12 ] μαυρισμένη
[
13 ] κατσαρόλα
[
14 ] ανακάτεψα
ξανασκέπασε το τσουκάλι και κάθισε στο
σκάνιο
[ 1 ] δίπλα στο μακρόστενο
τραπέζι. Βάσταξε το κεφάλι της με το ακουμπισμένο στον
αγκώνα χέρι της και βυθίστηκε σε μια συλλογή σαν όνειρο,
σαν αναδρομή.
Μοναχοκόρη με τα πλούτια της και τις ομορφιές της. Περιζήτητη
στα αρχοντόσογα του νησιού. Τα προξενιά πηγαινοερχότανε
μα η Διαλεχτή δεν τ' αποφάσιζε. Απέφευγε προβάλλοντας
χίλιες δυο δικαιολογίες. Ο πατέρας της της είχε υπερβολική
αδυναμία και γι' αυτό υποχωρούσε. Δεν έπαυε όμως να
την παροτρύνει, να πάρει την απόφαση γιατί τα χρόνια
περνούσαν κι οι τύχες θα σταματούσαν να χτυπάνε την
πόρτα.
Ήτανε βράδυ σαν ακούστηκε ο σκύλος να γαβγίζει. Ο Λάμπης
άνοιξε την πόρτα και με το λαδοφάναρο στο χέρι προχώρησε
ως το πορτόνι να δει. Ένας νεαρός βουτηγμένος στο σκοτάδι
ήταν απέξω κι ήθελε να μιλήσει στ' αφεντικό.
- Με στέλνει ο Σταματέλος ο Γραμματικός από τα Γερόλια
[ 2 ], είπε κι έσπρωξε το πορτόνι.
Ο Πιέρος έδωκε εντολή κι άνοιξε η πόρτα κι ο ξένος μπήκε
στο σπίτι, φέρνοντας μαζί του το φρεσκαμέντο του αγέρα.
Ήταν ένας λεβέντης λιόλουστος στης νύχτας το σκοτάδι.
Τον είδε η Διαλεχτή και θαμπώθηκε.
- Τι καλά μαντάτα μας φέρνεις γιε μου; τον ρώτησε ο
Πιέρος.
- Μήνυμα σιορ
[ 3 ] Πιέρο μου και θέλω απάντηση.
- Καλά, καρτερεί να το διαβάσω και θα λάβεις απόκριση.
Διαλεχτή κέρασε το παλικάρι.
Στο γράμμα ο Σταματέλος αναφερόταν στις εκλογές που
θα γενόταν
[ 1 ] καρέκλα
[ 2 ] Το χωριό Δραμματικέικα
ή Υπαπαντή
[ 3 ] κυρ
στον Αϊ Θανάση για καινούργιο Καπετάνιο
την μεθεπόμενη Κυριακή, θάβαζε κι εκείνος κάλπη κι ήθελε
την υποστήριξη του.
- Εσύ ποιος είσαι που τόση εμπιστοσύνη δίνει ο φίλος
μου;
- Ο ανιψιός του ο Τζαννίνος. Μόλις αριβάρησα
[ 1 ] από την Ιταλία, που σπούδασα,
απάντησε με ειλικρίνεια.
Το βλέμμα του νεαρού στριμώχνονταν επίμονα με της Διαλεχτής.
Ήλιοι ισοδύναμοι, που ο ένας θάμπωνε τον άλλο. Την ώρα
που πρόσφερε το γλυκό του κουταλιού με το νερό δίπλα,
στο δίσκο με τ' ασπροκέντητο πετσετάκι, τα χνώτα τους
γίναν θυμίαμα κι ένας κόμπος δέθηκε και στων δυο το
λαιμό. Τη φχαρίστησε με τα μάτια κι αυτή μ' ένα νεύμα
τούδωκε να καταλάβει πως με χαρά τόκανε. Έψαχνε ο ένας
στην αντικρυσιά του άλλου κάτι να βρει, κάτι ν' αναγνωρίσει.
- Ντακόρδου
[ 2 ] λοιπόν να του πεις, διέκοψε
τον παφλασμό των βλεμμάτων ο Πιέρος.
Ο νεαρός ευχαρίστησε, καληνύχτισε, υποκλίθηκε και βγήκε,
παίρνοντας μαζί του τη λάμψη, που πριν λίγο σκόρπιζε
στο δωμάτιο.
Ο έρωτας φώλιασε για τα καλά στην καρδιά της Διαλεχτής
κι ανέτειλε σαν τραγούδι από τα χείλη της. Τα μάτια
της γίνανε άστρα και τα μαλλιά της άβουλα στάχυα στον
κάμπο, με τον αγέρα να τα κορτάρει. Τα μαγουλά της ώριμος
Μάης. Τα πόδια της βγάλανε φτερά κι αναπηδούσαν σαν
τον Ερμή.
Ο Τζαννίνος γοητευμένος, συνέχισε το πήγαινε έλα από
την Παπαντή στον Αϊ Θανάση, μόνο και μόνο για να τη
βλέπει. Εκεί στην αφοδιά, πίσω από την μεγάλη περικοκλάδα,
οι ταχυπαλμίες ανέβαιναν σαν τη μοσκοβολιά του μπουγαρινιού
στον Ύψιστο. Τα χέρια, ανοικονόμητα, τυλίγονταν σαν
τεράστιες σάλπες
[ 3 ] γύρω από τα ντελικάτα
κορμιά. Γρήγορα ο πατέρας της πήρε χαμπάρι το τι γινόταν,
μα ήταν ευχαριστημένος για το συμβάν και παρακαλούσε
να ραιοσύρει
[ 4 ] Φαινόταν καλό παιδί,
ήταν μορφωμένο, από καλή φαμίλια και πόσο μάλλον του
φίλου του ανιψιός.
[ 1 ] έφτασα
[ 2 ] σύμφωνοι
[ 3 ] εσάλπες
[ 4 ] να έχει καλή πορεία
Τι καλύτερο μπορούσε να περιμένει; Μακάρι
να τ' αποφάσιζε κι εκείνη.
Η Διαλεχτή τόχε κιόλας αποφασίσει. Οι γονιοί της ανάψανε
κερί στον άγιο κι όταν ήρθε ο Σταματέλος να τη ζητήσει,
είχανε κιόλας ετοιμάσει την αρεσκιά και το Νοδάρο
[ 1 ] Παρόλο που ήταν μοναχοκόρη
θέλησαν να κρατήσουν τους τύπους και το έθιμο.
Ο νοδάρος σταυροκοπήθηκε, βούτηξε την πένα του στο μελάνι
κι άρχισε να γράφει:
"Εν ονόματι Χριστού αμήν
[ 2 ] ... ημέρες 19 δεκαννιά
του Φλεβουαρίου μηνός ε.π. και 2 Μαρτίου ε.ν. εις την
οικίαν του κυρ Πιέρου Καλοδίκη του ποτέ Στέφου. Εις
το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος,
της κυρίας και αληθινής υπερεβλογημένης ενδόξου δεσποίνης
ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, του αγίου πρωτομάρτυρας
και αρχιδιακόνου στεφάνου, του αγίου Αθανασίου και πάντων
των αγίων, ευτυχή γενού επί το παρόν συνοικέσιον όπερ
μέλει γενέσθαι, την σήμερον ο άνωθεν κυρ Πιέρος υπαντρεύει
την μονάκριβην θυγατέρα του και ποιεί συμπεθεριό με
τον παρόντα κυρ Σταματέλο Γραμματικό και της δίνει δια
νόμιμον της άντρα τον ανηψιόν αυτού Τζαννίνο, ως ορίζει
η αγία του θεού εκκλησία και οι ιεροί νόμοι διακελεύουσιν,
και της τάζει δια προίκα και προικοδοσία τα κάτωθεν
γεγραμμένα, το μέγα και πλούσιον έλεος..."
Αράδιασε τότε όλα τα περιουσιακά του στοιχεία και κατέληξε
στα χρυσάφια: Τρεις λαιμούς καδίνα
[ 3 ], δυο σπίλες
[ 4 ], τρεις ροζέτες
[ 5 ], δύο μπρατσολέτα
[ 6 ], τρία ζεύγη μποκολέτες
[ 7 ], είκοσι ναπολεόνια, οχτώ
κουμπιά, πέντε δαχτυλίδια, ένα ζευγάρι βεργέτες
[ 8 ] και χρυσά τζεκίνια
[ 9 ] εκατό, πούχε από τον
παπού του. Επίσης μια σκαλτσου-νόροκα
[ 10 ] ασημένια, τρία σωκάρδια
[ 11 ] χρυσοκέντητα κι ένα
ζευγάρι μέρζες
[ 12 ] με φιόγκους χρυσούς.
Όλα της τάδωσε ο πατέρας της. Όλα με την ευκή του. Ήθελε
η μοσχοκουναρημένη του να περάσει καλά και να γιομίσει
το χωριό παιδιά δίχως σκοτούρες και βάσανα.
[ 1 ] συμβολαιογράφος
[ 2 ] από προικοσύμφωνο του
Ιστορικού Αρχείου Παξών
[ 3 ] λυσίδα
[ 4] καρφίτσες
[ 5] μονόπετρα δαχτυλίδια
[ 6] βραχιόλια
[ 7] σκουλαρίκια
[ 8] βραχιόλια σε σχήμα βέργας
[ 9] χρυσά ενετικά νομίσματα
[ 10] ξύλινο ή ασημένιο ραβδί
για το πλέξιμο καλτσών
[ 11 ] γιλέκα
[ 12 ] πλεξίδες
Δεν άργησε νάρθει η ώρα του γάμου. Οι
φιλενάδες βάλθηκαν να βοηθήσουν να γίνουν όλα στην εντέλεια.
Οι χωριανές στο πλευρό τους. Ήταν αγαπητή σ' όλους.
Η μάννα της καμάρωνε. Τους αγαπούσε ο θεός και τους
έστειλε τέτοιο γαμπρό, που θαρχόταν να μείνει εδώ, κοντά
τους κι αντί να κουβαλήσει τα προικιά της η Διαλεχτή,
έφερε κείνος τα δικά του με τους χαμάληδες. Μπροστά
πήγαινε κείνος με τους φίλους του πάνω στ' άλογα με
τα μεταξωτά σάλια
[ 1 ] κι ακολουθούσαν οι γάιδαροι
φορτωμένοι τα ρούχα και τα βιβλία του. Ενώ σωρό χαρτικά
και βιβλία, που έκαναν άλλους χωριανούς ν' απορούν και
να θαυμάζουν για το μυαλό του:
- Γραμματιζούμενος, λέγανε με σεβασμό κι άλλους να τον
οικτίρονται για το ίδιο πράγμα, λέγοντας με μια έκφραση
ειδικού:
- Διαολικά, πειρασμικά όλα τούτα τα πράγματα.
- Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, μουρμούραγαν οι γριές.
Ο γάμος έγινε τις Απόκριες. Βλογήθηκε από τον παπαΚλήμη
στο μεγάλο τενέλο
[ 2 ], κάτω απ' τη μεγάλη βενετσιάνικη
λάμπα με τις έξι τριήρεις, που κάθε μια κατέληγε σε
μια στρογγυλή θήκη, που φώλιαζε από 'να κερί. Οι φιορεντίνες
[ 3 ] αναμμένες στις ανθοστήλες.
Τα πρόσωπα άστραφταν από ευτυχία σα γυαλισμένα μπακίρια.
Το μπεζ νυφικό με τις δαντέλες και τα κοφτά στόλιζαν
τη νύφη και τα νεραντζάνθια στα μαλλιά της σκόρπιζαν
το μύρο του έρωτα του ζευγαριού. Η χρυσή καδένα λάμπριζε
στο μπούστο της Διαλεχτής. Ο πατέρας της κρέμασε στο
γιλέκο του Τζαννίνου ένα χρυσό ρολόι, παραγγελιά από
τη Χώρα
[ 4 ]
Όλο το χωριό γιόρτασε το γεγονός και χόρτασαν με τα
φαγητά, που τόσο πλούσια τους μοιράστηκαν. Το κρασί
έφερε την ευθυμία και το κέφι. Πιάσανε το τραγούδι της
νύφης οι πιο καλλίφωνες κι οι υπόλοιποι σιγοντάριζαν.
ένα τραγούδι θε να πω απάνω στο τσιγάρο
[ 1 ] ύφασμα που άπλωναν πάνω
από τη σέλλα του αλόγου
[ 2 ] τραπεζαρία
[ 3 ] μπρούτζινη λαδοφωτιά
με ψηλό στέλεχος και
τέσσερα φυτίλια
[ 4 ] η πόλη της Κέρκυρας
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κουμπάρα
και κουμπάρος
να ζήσει χρόνους εκατό και να τους απεράσει στο γάμο
των παιδιώνε του κουφέτα να μεράσει
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός όπως τα κυπαρίσσια εφέτος
στεφανώματα του χρόνου και βαφτίσια.
Κάποια στιγμή η νύφη σηκώθηκε και μοίρασε τις μπομπονιέρες,
πούχαν πλέξει οι κοπέλες του χωριού, με το βελονάκι
κι όλοι ξανάρχισαν τις ευχές και τα καλοτυχίσματα. Ακολούθησαν
τα πρίντεζι
[ 1 ] για τον κουμπάρο και
τους συγγενείς κι ύστερα άναψε ο χορός με τα βιολιά
και το λαούτο, πούχαν φέρει γι' αυτό το λόγο. Ίσαμε
το πρωί βάσταξε η διασκέδαση.
Ζούσαν ευτυχισμένοι και μονιασμένοι. Παράδειγμα γίνανε
για την αγάπη και τον ερωτά τους. Τόσο πολύ που σαν
ήθελε κάποιος να ευχηθεί ζευγάρι "σαν της Διαλεχτής"
έλεγε.
Τα χρόνια περνούσαν κι όπως τους εύρισκαν αντάμα, έτσι
τους άφηναν. Μόνο που ένα παιδί δεν άνθησε από τούτο
τον έρωτα. Οι προσπάθειες τους άκαρπες. Κάθε γιατροσόφι
που τους είπαν τ' ακολούθησαν, κάθε προσευχή την έκαναν,
κάθε βοτάνι που τους σύστησαν το πήρανε. Τίποτα όμως.
Οι γονιοί της φύγανε φχαριστημένοι, που αφήκαν τη θυγατέρα
τους σε καλά χέρια, μα με το παράπονο που δε βάσταξαν
αγγόνι στην αγκαλιά τους.
Ο Τζαννίνος τόχε μέσα του που δεν έκαμε ένα παιδί, μα
ποτέ δεν παραπονέθηκε στη γυναίκα του, ούτε καν βαρυγκώμησε.
-θέλημα θεού, της έλεγε να την παρηγορήσει, θέλημα θεού.
[ 1 ] στιχάκια αυτοσχέδια σε
γάμους
Ήτανε αρχές του Σεπτέμβρη. Ολόντρετος
[ 1 ] πάνω
στ' άλογο με το μεταξωτό σάλι κίνησε ο Τζαννίνος για
τα πατρικά του στην Παπαντή. Αγέρωχος και λεβεντόκορμος
έστεκε σαν παλικάρι, παρόλο πούχε περάσει τα εξήντα.
Το ξαφνικό μπουρίνι τον έπιασε στα Μανεσάτικα. Το έμπο
[ 2 ] σκόρπισε βροχή κι ανεμοθύελλα
αντάμα
[ 3 ] Ήταν αδύνατο να προχωρήσει.
Κοντοστάθηκε σαστισμένος απ' το κακό που ξαμολήθηκε.
Οι κλώνοι προσκυνούσαν σαν σκιαγμένα
[ 4 ] δουλικά τη γη κι οι αστραπές
μέριαζαν θαρρείς τα σύννεφα, για να σκορπίσουν το φως
της Ανάστασης.
- Έλα να φυλαχτείς αφέντη, ακούστηκε μια φωνή.
Γύρισε στα δεξιά του κι είδε μια γυναίκα στην πόρτα
του σπιτιού που ήταν εκεί. Κατέβηκε βιαστικά, τράβηξε
τ' άλογο, τόδεσε έξω από το πορτόνι και μπήκε φουριόζος
στο σπίτι. Ήταν η Μορφούλα του Γιακουμή. Τον έβαλε να
κάτσει κοντά στη γουνίστρα
[ 5 ], να ζεσταθεί και να στεγνώσει.
Τον τράταρε
[ 6 ] μια κούπα λαχανόζουμο
να χλιάνει
[ 7 ] τα μέσα του και τούδωκε
μια μπαλιά
[ 8 ] να σκουπίσει το βρεγμένο
κεφάλι του. Μεγαλοκοπέλα, αλλά λίγα τα σημάδια του χρόνου
απάνω της. Όμορφη με μεγάλα μαύρα μάτια και μια πλούσια
εβένινη πλεξούδα να κυλάει κάτω από τη μεταξωτή της
μαντήλα. Μόνο που σε κάθε της χαμόγελο τρεις ραγισιές
ξεκίναγαν δίπλα απ' τις κόγχες των μαπών κι ανοίγονταν
σαν βεντάλιες στα ασπρορόδινα μαγουλά της.
Ο Τζαννίνος την κοίταζε πάνω κάτω. Ποτέ δεν τούχε φανεί
έτσι όμορφη τούτη η γυναίκα, σαν την προσπέρναγε στο
δρόμο, μα τώρα κάτι σαλτάρισε μέσα του, σαν νάτανε τζόβενο
και σάλεψε το μυαλό του. Την κοίταζε σαν κάτι τ' απόκοσμο,
τ' αγγελικό κι ενώ οι αναρίτσιες
[ 9 ] της βροχής του πέρασαν,
άλλες άρχισαν να κατακλύζουν και να διαπερνούν το κορμί
του.
Σε κάποια στιγμή που συνέλαβε τον εαυτό του παραβάτη,
τον κατσάδιασε για όλες τσι σκέψεις του και θέλοντας
να βάλλει τέρμα στα τρεξίματα του μυαλού του, ασκώθηκε
[ 10 ] βιαστικά, την χιλιοφχαρίστησε
για την περιποίηση, έριξε το ταμπάρο
[ 11 ] από πάνω του και πετάχτηκε
έξω.
[ 1 ] ολόισιος
[ 2 ] πότομη μπόρα
[ 3 ] μαζί
[ 4 ] φοβισμένα
[ 5 ] γωνιά, εστία
[ 6 ] κέρασε
[ 7 ] ζεστάνει
[ 8 ] πετσέτα προσώπου
[ 9 ] ανατριχίλες
[ 10 ] σηκώθηκε
[ 11 ] παλτό
- θα βραχείς αφέντη, η μπόρα δεν πέρασε
ακόμα. Κάτσε λίγο να καλμάρει, τον ορμήνεψε
[ 1 ] με τη γλυκιά βελούδινη
φωνή της, σα να μιλούσε σε παιδί.
Αυτός όμως είχε κιόλας ανεβεί στο άλογο και τραβούσε
προς τα Μπουρσιά
[ 2 ] Η σκέψη του όμως δεν
έφευγε από κείνη. Τον έχλιανε
[ 3 ] περισσότερο η θωριά της
παρά το ζουμί που τον πότισε κι η στια που τον στέγνωσε.
Δυο μέρες μπόρεσε ν' αντέξει να μην την δει. Όσο κι
αν πάλεψε δεν τα κατάφερε να πείσει τον εαυτό του ότι
δεν έπρεπε. Ματαπήε
[ 4 ] λοιπόν πάλε και πάλε
μέχρι που ρίχτηκε στην αγκαλιά της.
- Μια στα νιάτα, μια στα μεσάτα και μια στα γεράματα,
λέγανε κάποιοι γειτόνοι μεταξύ τους.
- Γεροντοέρωτας, σχολίαζαν κάποιοι άλλοι.
Δεν άργησε η Μορφούλα να μείνει έγκυος και να μαθευτεί,
μια και ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, όπως έλεγε ο παπαΚλήμης.
Παρόλο το σκάνδαλο το χάρηκε ο Τζαννίνος. Ένοιωσε τον
ανδρικό του εγωισμό ν' αναπτερώνεται, όμως πως να τόλεγε
στη Διαλεχτή μετά τριάντα χρόνια αγαπημένη και υποδειγματική
συμβίωση. Δεν της θυμήθηκε πικρή κουβέντα κι αυτό έκανε
ακόμα δυσκολότερη τη θέση του. Αν θα το μάθαινε όμως
από αλλού θάταν χειρότερο, θα την πλήγωνε αφάνταστα
και δεν τόθελε με τίποτα κάτι τέτοιο. Τον έτρωγε σα
σαράκι το μυστικό του, που μόνον η Διαλεχτή δεν το γνώριζε
και το χωριό τόχε τούμπανο. Έπρεπε λοιπόν να της το
πει γιατί ένοιωθε ένοχος. Οι τύψεις τον τρέλαιναν και
δεν τον άφηναν να χαρεί για τον ερχομό του παιδιού του.
Μα πώς να το πει; Τελικά δεν άντεξε, της άφησε ένα γράμμα,
που της εξηγούσε τους λόγους που τον οδήγησαν στην επιλογή
του αυτή κι έφυγε από το σπίτι. Πήγε και κάθισε στη
Μορφούλα, που στο μεταξύ γέννησε ένα όμορφο αγοράκι.
Τα υγρά της μάτια μόνο πρόδιναν το κλάμμα της Διαλεχτής.
[ 1 ] συμβούλευσε
[ 2 ] υπόγεια φυλάκια δεξιά
κι αριστερά του δρόμου, για να παρακολουθούν
τον ερχομό πειρατών
[ 3 ] ζέστανε
[ 4 ] ξαναπήγε
Αγέρωχη όμως δεν έδωσε ποτέ το δικαίωμα
σε κανένα να της κατηγορήσει τον άντρα της. Κατάφερε
και τον συγχώρεσε γιατί κι αυτή τον αγαπούσε και τίποτα
κακό δεν είχε να του θυμηθεί στα τριάντα χρόνια που
ζήσαν αντάμα
[ 1 ] Αντίθετα θεώρησε πρωταρχικό
φταίχτη τον εαυτό της, που δε στάθηκε άξια να του χαρίσει
ένα παιδί. Του εκτίμησε ακόμα που έφυγε χωρίς να πάρει
τίποτα από το σπίτι της, ούτε καν τα προσωπικά του είδη.
Γι' αυτό τούδωκε το διαζύγιο χωρίς να της το ζητήσει.
Πήγε και βρήκε τον παπαΚλήμη. Τον παρακάλεσε να αναλάβει
αυτός να βγει το διαζύγιο, για να μπορέσει να στεφανωθεί
τη μάννα του παιδιού του ο Τζαννίνος, να μεγαλώσει το
παιέί σε σωστή οικογένεια και να μην περιφρονεθεί. Αφού
το κατάφερε απομονώθηκε στο σπίτι της, κρατώντας το
κουμάντο στην περιουσία της, ενώ οι χρόνοι κατρακυλούσαν
σαν τα δάκρυα στα ρυτιδιασμένα της μάγουλα. Την έπαιρνε
το παράπονο που δεν μπόρεσε να κρατήσει στα χέρια της
ένα βλαστάρι της αγάπης της.
Στο δεύτερο κιόλας χρόνο ένα δεύτερο παιδί απόχτησε
η Μορφούλα με το Τζαννίνο. Δεν πρόλαβε να χαρεί όμως
γιατί η αρρώστια τον χτύπησε και τον έριξε στο κρεβάτι
κατάκοιτο. Άρχισαν οι δυσκολίες και στα οικονομικά.
Κακοπερνούσαν. Στενοχωριόταν μα δεν ήξερε τι να κάνει.
Η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία. Όλοι λέγανε πως δε
θα τη βγάλει τη χρονιά. Ο Ντάτσουλος
[ 2 ] σήκωσε τα χέρια ψηλά.
Κανένα φάρμακο και καμιά θεραπεία δεν μπορούσε να γιατρέψει
τον ασθενή του.
Μαράζωνε η Διαλεχτή με τα μαντάτα του και μαύριζε η
ψυχή της από τον πόνο. Ήτανε καθισμένη στο σκάνιο
[ 3 ], σαν άκουσε την καμπάνα
τση Παπαντής να σημαίνει κρικάτα
[ 4 ] Κάτι ράγισε μέσα της.
Ένα δάκρυ αυθόρμητο της ξέφυγε. Κάπ της έλεγε πως ο
Τζαννίνος της είχε περάσει το κατώφλι της αθανασίας.
Σηκώθηκε κι ανέβηκε πάνω στην κάμαρα της. Σαν ήρθε η
Λούγρω για να της φέρει το μαντάτο, τη βρήκε ντυμένη
στα μαύρα.
- Ποιος σούφερε το νέο κιόλας; τη ρώτησε ξαφνιασμένη.
- Η ψυχή μου ράγισε με την καμπάνα. Αυτή μου μίλησε.
Ποτέ
[ 1 ] μαζί
[ 2 ] γιατρός της εποχής
[ 3 ] καρέκλα
[ 4 ] πένθιμα
ως τα τώρα δεν ένοιωσα τέτοιο ράισμα
μέσα μου. Γι' αυτό ήμουνα σίγουρη πως σήμαινε για τον
Τζαννίνο. Ο θεός να τον συγχωρέσει και να τον αναπαύσει,
εγώ τον εσκώρεσα
[ 1 ].
- Μη μου πεις πως θα πας και στο λείψανο; ξαναρώτησε
μ' απορία.
Η Διαλεχτή πήρε βαθιά ανάσα κι αναστενάζοντας είπε:
- 'Οχι, μα όχι γι' αυτό που νομίζεις, αλλά γιατί θέλω
να τον θυμάμαι όπως τον ήξερα.
- Κρίμα στα ορφανά που θα πεινάσουν, συνέχισε διστακτικά
η Λούγρω.
- Κανένα δεν άφησε ο θεός να πεινάσει. Άσε όμως τη φλυαρία
και τους προβληματισμούς, αυτό είν' αλλουνού Παπά Βαγγέλιο,
άσκωσε
[ 2 ] τα μανίκια σου και κάτσε
να συγυρίσουμε το σπίτι. Μούχλιασε τόσον καιρό παρατημένο.
Καιρός να το λαμπικάρουμε. Κράξε
[ 3 ] τη Λευκοθέα και τη Φιγένεια,
για να προκάμουμε
[ 4 ] θέλω να τελειώσουμε γρήγορα.
Το βράδυ το σπίτι πρέπει νάναι παστρικό
[ 5 ] και μοσκοβολισμένο.
"Σα νάφευγε ο πεθαμένος από το σπίτι της",
σκέφτηκε η Λούγρω και σταυροκοπήθηκε. Σε λίγο οι τρεις
γυναίκες έπεσαν με τα μούτρα, κάτω από τις ορδίνιες
[ 6 ] της Διαλεχτής και κάμανε
το σπίτι Λαμπριάτικο. Ο ασβέστης μοσκοβόλησε τις κάμαρες
κι η σκόνη πήρε των οματιών της. Στρώσανε τα καθαρά
στρωσούδια, το δαμάσκο τραπεζομάντιλο, κρεβατόστρωσες
ασπροκέντητες σ' όλες τσι κάμαρες και στο ύστερο άναψε
το καντήλι. Επλήρωσε τις γυναίκες για τη δούλεψη τους
και μόλις φύγανε απορημένες για τη συμπεριφορά της αυτή
την παράδοξη, έστρωσε το τραπέζι με το νυφιάτικό της
το μεσάλι
[ 7 ], άναψε τη μεγάλη λάμπα
και τις φιορεντίνες. Λες και καρτερούσε μουσαφιρέους.
Ξαπόστασε στην πολυθρόνα. Δίπλα της, κουλουριασμένος
στα πόδια της, ο γάτος της ο Νίνης. Είχε γεράσει κι
αυτός κοντά της. Ήταν η συντροφιά της στο μοναχικό βίο
της. Σαν άπλωσε το σκοτάδι για τα καλά, πήρε τ' αναμμένο
λαδοφάναρο, κουκουλώθηκε με τη σαλπέτα της και βούτηξε
μες στη νύχτα.
[ 1 ] συγχώρησα
[ 2 ] σήκωσε
[ 3 ] φώναξε
[ 4 ] προλάβουμε
[ 5 ] καθαρό
[ 6 ] εντολές
[ 7 ] τραπεζομάντιλο
Η Διαλεχτή βουτηγμένη στο πένθος έγινε
ένα με τη μαυρίλα. Βιαζόταν, μα δεν ήταν εύκολο να περπατήσει
αυτή την ώρα. Η νύχτα είχε καταπιεί κάθε ζωή, κάθε άστρι.
Το λαδοφάναρο δε βοή-θαγε και τόσο. Πήρε τον κατήφορο
προς τον Αϊ Σπυρίδωνα, σταυροκοπήθηκε προσπερνώντας
και συνέχισε τη δημοσιά προς τον Ταξάρχη. Προχώρησε
κι έστριψε προς τα Μανεσάτικα. Σαν έφτασε απέναντι από
την πόρτα της Μορφούλας, κρύφτηκε πίσω από μιαν ελιά
και παρακολουθούσε για μερικά λεπτά την κίνηση. Μπήκε
στην αφοδιά
[ 1 ] και πλησίασε το παράθυρο,
πούταν λιμπρέτο
[ 2 ] Ανάμεσα από τα κουφωτά
σκούρα
[ 3 ], πίσω από τη λάστρα
[ 4 ], φάνηκε η ταλαιπωρημένη
φιγούρα της Μορφούλας. Μετά το σχώριο
[ 5 ] και την αναχώρηση των
συγγενών, προσπαθούσε να συγυρίσει την κουζίνα της.
Αφού βεβαιώθηκε πως ήταν μόνη στο σπίτι, χτύπησε την
πόρτα, λέγοντας τ' όνομα της.
Τρομοκρατημένη της άνοιξε κι η έκπληξη διπλασίασε τα
μάτια της που λαμπίριζαν απορημένα. Η Διαλεχτή την αγκάλιασε
στοργικά και μέσα σε λυγμούς τη ρώτησε:
- θα μου πεις να περάσω;
- Ναι κυρά μου, το ρωτάς;
Μπήκε και κάθισε στον καναπέ με τις μακρόστενες μαξιλάρες.
Σκούπισε τα δάκρυα της κι άρχισε να της λέει:
- Χάρισες στον άντρα μου αυτό που εγώ δεν μπόρεσα να
του δώσω. Ξέρω πως μ' αγάπησε πολύ. Ζήσαμε τριάντα χρόνους
χωρίς να μοιράσουμε κακό λόγο, άσχημη κουβέντα, θεώρησα
πως πρέπει να του ξεπληρώσω την αγάπη του. Πιστεύω πως
τα παιδιά του είναι και δικά μου παιδιά, γιατί κι αυτός
το άλλο εγώ μου ήταν. Αν είχα τη μήτρα σου, θα τάχα
γεννήσει εγώ αυτά τ' αγγελούδια. Έλα λοιπόν, πάρε τα
παιδιά και πάμε να ζήσουμε αντάμα. Να ζωντανέψει το
σπίτι μου με τα παιδιά του άντρα μου, που τόσο τα θέλαμε,
τόσο τ' αποζητήσαμε και συ μας τα πρόσφερες. Οι κάμαρες
είναι κι όλας έτοιμες. Δε χρειάζεται να κουβαλήσουμε
τίποτα. Ένα παιδί κάθε μια, όπως είναι αποκοιμημένα,
να ξυπνήσουνε στ' όνειρο.
[ 1 ] αυλή
[ 2 ] κουφωτό λόγω πένθους
[ 3 ] εξώφυλλα
[ 4 ] τζάμι
[ 5 ] συχώριο, το φαγητό που
τρώγεται μετά την
κηδεία από συγγενείς και φίλους κι είναι πάντα ψάρι
Η Μορφούλα τάχασε. Τα δάκρυα της τρέχανε
βουβά. Δεν μπορούσε να καταλάβει όλα τούτα, που τόσο
απρόσμενα γινότανε σπίτι της. Τι κληρονομιά και τούτη
που της ξανάφανε μέσα στη φτώχεια και την ορφάνια της;
- Άντε βιάσου, θα μας πάρει το πρωί, την παρότρυνε ξανά.
Πήρε δυο αλλαξιές σ' ένα μπόγο, σκούπισε τη μύτη της
με το μαντήλι, τύλιξε τόνα παιδί σε μια κουβέρτα και
το πρόσφερε στη Διαλεχτή. Τούτη σταυροκοπήθηκε για να
φύγει κάθε κακό, πού-φερε μαζί της νυχτιάτικα απέξω
και αγκάλιασε το θησαυρό που της δόθηκε.
Στη συνέχεια η Μορφούλα πήρε το μεγαλύτερο παιδί τυλιγμένο
κι αυτό με μια φελτσάδα
[ 1 ] μπούρδινη
[ 2 ], τα σταύρωσε και τα δυο
και βγήκαν έξω σα σπίθες, που πετάχτηκαν από τη στια
[ 3 ] και χώθηκαν στο σκοτάδι.
Τα χνώτα τους ανέβαιναν σαν θυμίαμα στο μεγαλοδύναμο.
Κάποια στιγμή πήρε το θάρρος και ρώτησε.
- Γιατί όλα τούτα Κυρά μου;
- θέλημα θεού της απάντησε κοφτά και τάχυνε το βήμα
της μη δίνοντας περιθώρια για παραπάνω διευκρινήσεις.
Τα παιδιά θαρρείς από κούραση, θαρρείς από σκιάξη
[ 4 ] δεν έβγαλαν άχνα. Το
κούνημα από τη μια και το πηχτό σκοτάδι από την άλλη
δεν τ' άφηναν να ξυπνήσουν. Έτσι στα μουγκά σαν προσγειωμένα
αερικά δεν άργησαν να φτάσουν στο παλιό αρχοντικό. Διαβήκανε
την πλακόστρωτη αφοδιά και ανοίξανε απ' την κουζίνα.
Η φωτιά ήταν αναμμένη και η ατμόσφαιρα ζεστή και φιλόξενη.
Ακούμπησαν τα παιδιά στον καναπέ κι η Διαλεχτή ευχήθηκε:
- Καλώς ορίσαμε σπίτι μας. Έλαμπε όλη από ευτυχία και
ικανοποίηση. Έβαλε τη φιλοξενούμενη να καθίσει κι άρχισε
να της μιλάει.
- Τ' όρισε η μοίρα φαίνεται να ζήσουμε μαζί. Τα παιδιά
του αντρός μου είναι και δικά μου παιδιά. Τώρα που έφυγε
εκείνος νοιώθω υποχρέωση να κουναρήσω το βίος του. Μπορεί
να χάσανε τον πατέρα τους, μα αποχτήσανε δυο μανάδες
αυτά κι γω δυο παιδιά, δυο βλαστάρια για τούτο το σπίτι,
που μαγκούφικο θάμενε
[ 1 ] κουβέρτα
[ 2 ] πολύχρωμη
[ 3 ] φωτιά
[ 4 ] φόβο
και θα ρήμαζε στο διάβα του χρόνου.
Έλα λοιπόν να μονιάσουμε εδώ μέσα, να τρανέψουν και
να θεριέψουν τα παιδιά μας.
Πλησίασε την Μορφούλα, άπλωσε το χέρι γύρω απ' το λαιμό
της και σαν σμίξαν οι ώμοι τους της ψιθύρισε:
- Ντακόρδου
[ 1 ];
- Ντακόρδου, της απάντησε και κλαίγοντας σμίξαν τα χείλη
της μιας στα μάγουλα της άλλης.
Κείνη την ώρα στρώνισε
[ 2 ] το ένα μικρό. Έτριψε
τα ματάκια του και παραξενεμένο για το πού βρισκότανε,
μουρμούρισε:
- Μάννα
- Μάτια!!! Απάντησαν κι οι δυο γυναίκες μαζί και τρέξανε
κοντά του.
[ 1 ] σύμφωνοι
[ 2 ] άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι
Μαζί κουναρήσανε τα παιδιά η Διαλεχτή με τη Μορφούλα
σαν αδερφάδες. Δεν ανταλλάξανε λόγο κακό κι η μια συμπλήρωνε
την άλλη. Γι' αυτό και το χωριό τις ονόμασε "διδυμάνες".
|