Θανάσης Γεωργιάδης, Ωδή Πέμπτη
ανάγκη μεγάλων γνωμών και διανοιών
ίσα και τα ρήματα τίκτειν
Αριστοφάνης (Βάτραχοι, 1058)
Α'
Θα φθάσω αύριο πέρ’ απ’ τη λάβδα ραψωδία στον τόπο των Γρηίκων
οιονεί σπέρματα και αρχάς λαβών
έχιδνα κι υβριστής με άσπρα χέρια
αλύπητος χαλκός και νηπενθής στα μέσα μου φωτιά
πρόσθε δε λέων, όπισθεν δράκων, μέσση δε χίμαιρα.
Ιάνθη θα είναι τότε η δύση και το βασίλεμα του ήλιου ένδοξος καιρός
αφήνοντας στους πλαταμώνες τη ράτσα μου φυλή ονείρων
η νύχτα ξοδεμένη κι η μέρα στο κατώφλι του Θεού.
Τι κι αν η Σπειώ η Σαώ η Κελάηδω τι;
η Φέρουσα κι η Δυναμένη στον τέλειο ποταμό άκρη στην άκρη.
Θα φθάσω λοιπόν με τη φυλή μου ένα
γυρίζοντας από τους ανθεμούντες στους δαφνούντες ονομάζοντας ανεμίζοντας
στον χώρο του Μολώχ στα ενδιαιτήματα του Πλούτου τα φλάμπουρά μου,
κι η Λυχνιδός ιλλυρίς, οι Δαρδανιάται
λησταί υπό ληστών προσαγορεύονται
οι Σκούποι σκούπα (ποιος τους θέλει;)
κι ο ξένος άπιστος ο ξένος άπυστος ο ξένος άπειστος.
Εντούτοις μάρτυς μου η επιστήμη δεν μίσησα κανένα,
την επανάσταση εναντιοδρομία είπα όταν οι λευκοί
τον μέγαν ήλιο ονειδίζαν και τη λαμπρή σελήνη.
Με την αντοχή και τη δύναμη ξεχώρισα έπειτα αρσενικούς και θηλυκούς
λίθους, σπλαχνικότερος από πολλούς εν αγάπη πλάγιασα με τα βουνά
υποσχόμενος μόνον ό,τι μπορούσα, μειλίχιος συνεχώς, μειλίχιος εξ αρχής∙
ήμερον γαρ το των Ελλήνων γένος και φιλάνθρωπον.
Δεν ήξερα τότε την ευτέλεια των στιγμών δώρο πικρότατο
ό,τι περνάει όσο περνάει πάντα
τα όρη κατεβαίνοντας προς τα πεδία όπου
θάλασσες κυανού το σφρίγος των υακίνθων
προς την αιώνια μητέρα οδεύοντας, κι η ποίηση ήταν το γεγονός
πριν μάθω μέσα στο γυαλί του κόσμου να κοιτάζω.
Ποίηση της τορείας εν πορεία τού λόγου έργα και κατορθώματα του νου σπασμωδικά.
Έπινα έπληττα πηγές καλά νερά θολά ποτάμια, έπλεα τότε
θάλασσες σκοτεινές το ρίγος των υακίνθων
ωσότου ο Μάιος καλομηνάς μάθαινε στα λουλούδια ν’ ανθίζουν συνάζοντας τις
εκζητήσεις ανομοίων φρονημάτων∙
καθώς ο χαλκός ο άργυρος καθώς ανταγωνίζονταν,
Δύσωρον όρος Ακτή Διείς Διάται.
Τ’ απανθίσματα βλασφημίες σε υπερόφρυα τόξα που τολμούσαν.
Φωνή φωνάζοντας, Αυτός ο ρυθμός! αυτή η τάξις:
παραμονή της αφθαρσίας όπου το Βοίον κι η Βοιωτία
συν τεχνική σοφία και δύναμις παρεκτική κιθάριζαν.
Το πρόσωπο ενός Μυκηναίου χωροδεσπότη μελοποιού ήταν όταν
ο οφθαλμός να βλέπει τ’ αυτί ν' ακούει
και το καθόλου της ζωής μετέχοντας μηδέν εις τα καθέκαστα∙ σμικρός ο κόσμος.
Παρόν ζωής η σάρκα τότε, λαμπάδα του πυρός και πυρ
περνούσε πετούσε πάνω από ζυγούς, ευθύ τζιτζίκι. Πόποι ποπό, πόποι ποπό,
η πρώην Πρασιάς η τέως Τέως
μέχρι που τον Ακταίωνα είδα να κυνηγούν οι σκύλοι
Λυγκεύς ο Αύσων, Βαλίος ο Αλαμανός, Βορής ο Κέλτης
και όσοι τρεις φορές μονάχα στη ζωή τους λούζονται αμέτοχοι στα λουτρά της εντός θαλάσσης.
Τους είπα τότε, Ξέρετε να λέτε ψέματα πολλά μ’ αλήθειες όμοια,
τους είπα, Οι χρεοφειλέτες σκότωσαν τον δανειστή
πριν την επιτολή τού ταυρικού αστέρος θήτα και
μετά το Ρήγιον το Κοτρόνε τον Υδρούντα, όπου ο Μεσάπιος λέων φτύνει τα δόντια του, φτου πτωξ, φτου πτωξ!
Πώς μέσα στα εσπερινά δάση το βράδυ εισβαίνει ο φόβος, λέω
(μην απελπίζετε το δέον δέος),
του μελανού ακολουθία μαύρο φως
και τα ποτάμια πάνε υπόγεια, ο Ελικών
ακούγονται του «Κόσμου» φληναφήματα και των «Καιρών της Κυριακής» νομίσματα, παραχαράκτες.
«Νύχτα στον Δνείπερο, φεγγάρι» λέω τότε, Αρχίπ Ιβάνοβιτς,
και τα χρωστούμενα ποιος θα πληρώσει;
Μέλλοντα ταύτα, άνθρωποι, φωνάζω τα ονόματά τους∙
Λουκούμων ο Δημαράτου εκ Περουγίας, ο τόπος το Παλλάντιον ότι
μάτια χυμένα μυαλά διότι
η γαρ πλάνη καθ’ αυτήν μεν ουκ επιδείκνυται,
ίνα μη γυμνωθείσα γένηται κατάφωρος
πιθανώ δε περιβλήματι πανούργως κοσμουμένη
και αυτής της αληθείας αληθεστέραν εαυτήν παρέχει φαίνεσθαι
δια της έξωθεν φαντασίας τοις απειροτέροις.
Από τη συλλογή Ωδές [Α'-ΙΣΤ'] (2007)