Γιάννης Ρίτσος

wings · 156 · 250779

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)



Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά στις 14 Μαΐου 1909. Πήγε σχολείο στο Γύθειο και το 1925 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας σε συμβολαιογραφείο. Το 1926 έπαθε φυματίωση και έμεινε 3 χρόνια στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ύστερα δούλεψε ως ηθοποιός και χορευτής. Το 1933 προσχώρησε στο πολιτιστικό κίνημα της Αριστεράς «Πρωτοπόροι» και το 1934 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Το 1936 η δικτατορία Μεταξά διέταξε να κατασχεθούν και να καούν τα τελευταία αντίγραφα της συλλογής «Επιτάφιος» στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με βιβλία άλλων συγγραφέων.

Πέρασε την κατοχή στην Αθήνα και το 1944 ανέβηκε στην Κοζάνη ως συνεργάτης στο «Λαϊκό θέατρο Μακεδονίας». Από το 1948 ως το 1952 έζησε στην εξορία (στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο). Το 1967 εξορίστηκε στη Γυάρο και τη Λέρο και μετά τέθηκε σε απομόνωση στο Καρλόβασι της Σάμου. Οι εκτοπίσεις του προκάλεσαν την ομαδική διαμαρτυρία ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών από όλη την υφήλιο.

Προτάθηκε 7 φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και του απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν το 1977. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Α.Π.Θ.

Εμφανίστηκε στα γράμματα ως μαθητής το 1921 με ποιήματα στο περιοδικό του Γρ. Ξενόπουλου «Η διάπλασις των παίδων» και με ποιήματα και πεζογραφήματα στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (εκδ. Πυρσός) το διάστημα 1927-1928. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα σε ελεύθερο στίχο στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» το 1936 με το ψευδώνυμο Κ. Ελευθερίου. Από το 1957 ως το 1976 μετέφρασε μια σειρά γραπτών ξένων ποιητών.

Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990.



Ποιητικές συλλογές:
«Τρακτέρ», 1934
«Πυραμίδες», 1935
«Επιτάφιος», 1936
«Το τραγούδι της αδελφής μου», 1937
«Εαρινή συμφωνία», 1938
«Το εμβατήριο του ωκεανού», 1940
«Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», 1943
«Δοκιμασία», 1943
«Ο σύντροφός μας», 1945
«Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», 1952
«Αγρύπνια», 1954
«Πρωινό άστρο», 1955
«Η σονάτα τού σεληνόφωτος», 1956
«Χρονικό», 1957
«Αποχαιρετισμός», 1957
«Υδρία», 1957
«Χειμερινή διαύγεια», 1957
«Πέτρινος χρόνος», 1957
«Οι γειτονιές τού κόσμου», 1957
«Όταν έρχεται ο ξένος», 1958
«Ανυπόταχτη πολιτεία», 1958
«Η αρχιτεκτονική των δέντρων», 1958
«Οι γερόντισσες κι η θάλασσα», 1958
«Το παράθυρο», 1960
«Η γέφυρα», 1960
«Ο Μαύρος Άγιος», 1961
«Ποιήματα (Α' Τόμος)», 1961
«Ποιήματα (Β' Τόμος)», 1961
«Το νεκρό σπίτι», 1962
«Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού», 1962
«Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», 1963
«12 ποιήματα για τον Καβάφη», 1963
«Μαρτυρίες (Σειρά πρώτη)», 1963
«Ποιήματα (Γ' Τόμος)», 1964
«Παιχνίδια τ' ουρανού και του νερού», 1964
«Φιλοκτήτης», 1965
«Ρωμιοσύνη», 1966
«Ορέστης», 1966
«Μαρτυρίες (Σειρά δεύτερη)», 1966
«Όστραβα», 1967
«Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», 1972
«Η Ελένη», 1972
«Χειρονομίες», 1972
«Τέταρτη διάσταση», 1972
«Η επιστροφή της Ιφιγένειας», 1972
«Χρυσόθεμις», 1972
«Ισμήνη», 1972
«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», 1973
«Διάδρομος και σκάλα», 1973
«Γκραγκάντα», 1973
«Σεπτήρια και Δαφνηφόρια», 1973
«Ο αφανισμός τής Μήλος», 1974
«Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο», 1974
«Καπνισμένο τσουκάλι», 1974
«Κωδωνοστάσιο», 1974
«Χάρτινα», 1974
«Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», 1974
«Η Κυρά των Αμπελιών», 1975
«Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία», 1975
«Τα επικαιρικά», 1975
«Ποιήματα (Δ' Τόμος)», 1975
«Το Υστερόγραφο της Δόξας (Άρης Βελουχιώτης)», 1975
«Ημερολόγια εξορίας», 1975
«Μαντατοφόρες», 1975
«Θυρωρείο», 1976
«Το μακρινό», 1977
«Γίγνεσθαι», 1977
«Το ρόπτρο», 1987
«Γραφή Τυφλού», 1987
«Τα ερωτικά», 1987
«Ανταποκρίσεις», 1987

Δοκίμια:
«Μελετήματα», 1974

Θέατρο:
«Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών», 1958
«Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα», 1959

[Κύρια πηγή για το βιογραφικό και την εργογραφία του Γιάννη Ρίτσου: «Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία - Γραμματολογία» του Αλέξανδρου Αργυρίου, εκδ. Σοκόλη, τόμος δ' (Νεωτερικοί ποιητές μεσοπολέμου), Αθήνα 2000]
 
Ποιήματα δημοσιευμένα στο Translatum:


Σύνδεσμοι


Επιστροφή στο ευρετήριο ελληνικής ποίησης
« Last Edit: 02 Jun, 2022, 17:45:27 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
[Από τη σειρά Παρενθέσεις (1946-1947)]

Γιάννης Ρίτσος, Γυναίκες

Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ' την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ' ανάψω εγώ τη λάμπα».

Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο με πολλούς νεκρούς -
τους νεκρούς της φαμίλιας, τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.

Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κι ύστερα ακούγεται
το τραίνο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1961)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:42:53 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Τρακτέρ (1930-1934)]

Γιάννης Ρίτσος, Δοκιμασία (απόσπασμα)

Ω Μούσα, εσύ
κάθε θρασύ
μερεύεις ήχο
στο θαλασσί
γράφεις χρυσή
αυγή : το στίχο.

Μες το τεφρό
βράδυ, ελαφρό
υψώνω χέρι
ίδιο φτερό
και στο νερό
η μορφή του χαίρει.

Ο αυλός σφυρά
και τα' αργυρά
φορώ και πάλι
μέθης χαρά
με πλημμυρά
κ' η νιότη πάλλει.

Μια μυγδαλιά
μες στα παλιά
ανθίζει ερείπια
και τα πουλιά
χτίζουν φωλιά
σε τείχη τρύπια.

Φιλιά σκορπώ
σα ν' αγαπώ
και τον εαυτό μου
κι όταν σιωπώ
και το σκοπό
ακούω του εντόμου.

Φως αμυδρό
πέφτει ιλαρό
στ' ωχρό μου στόμα
κι όλο αντιδρώ
με πνεύμα αδρό
κι ας είμαι πτώμα.

Είμαι η ψυχή
τέρμα κι αρχή
όλου του κόσμου
λυγμών βροχή
στάζει κι αχεί
πάντοτε εντός μου.

Είμαι ερπετό
κι όμως πετώ
μακριά στα πλάτια
και φυλαχτό
το φως κρατώ
στα κλειστά μάτια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' τόμος] (έκδ. 1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:43:23 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Πυραμίδες (1930-1935)]

Γιάννης Ρίτσος, Μόνωση

Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού πήγε η ευωδία
του νεανικού μου δέρματος κ' η θέρμη των ήλιων;
Φθίνω στο σπίτι των σκιών και λιώνω την καρδιά,
μια χρυσαλλίδα, στις χλωμές σελίδες των βιβλίων.

Η αγάπη, μάταια, κάποτε, με θλίψη μου γελά –
είμαι μακριά κι απ' τα γλυκά βλέμματα των οικείων.
Πάνω απ' της ρούγας τα σκυφτά χαμόσπιτα, ψηλά,
στο χρυσό δείλι, γράφομαι βαρύς κ' εξαίσιος κίων.

Κι όμως τα βράδια νοσταλγώ: στον ίσκιο ενός καλού
κι αγαπημένου φίλου αβρά να γείρω να ξεϊδρώσω
– ρόδο  που φύτρωσε άγονα στην άμμο του γιαλού,
του βλέμματος να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο.

Ν' ακούω κοντά μου μια καρδιά να πάλλει δυνατά,
ένας παλμός ν' ανθεί για με και να κρατώ ένα χέρι
στα λυπημένα χέρια μου, κι ο νους μου να κοιτά
τη λάμψη του στα μάτια ενός που δέχεται και χαίρει.

Νάχουν σκοπό και προορισμό της νιότης μου οι παλμοί,
στιλπνοί καρποί να δένονται σε πρόθυμα κλωνάρια
κι όχι, καθώς των ασκητών οι εσπερινοί ψαλμοί,
να πνίγονται σε σιωπηλά, πένθιμα σεμινάρια.

Κι όταν της νύχτας ο άνεμος την πόρτα μας βροντά
κ' έντρομος το γκρεμό παλιάς πληγής θ' αναθυμιέμαι,
να τον καλώ γοερά, κι αυτός γλυκά να μου απαντά,
κι αχνά χαμογελώντας του, πάλι ν' αποκοιμιέμαι.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (έκδ. 1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:43:37 by wings »



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Πυραμίδες (1930-1935)]

Γιάννης Ρίτσος, Ωδές

                                            Στον Κωστή Παλαμά

«Ωδή στη χαρά» (απόσπασμα)

Ω Χαρά, στα λαμπερά, ιερά νερά
σκέψης νέας, αντιφέγγει τ' όραμά Σου.
Να φυτρώσεις των ανθρώπων ετοιμάσου
τα φτερά.

Όχι αγέρας, μήτε σύννεφο χρυσό
που τα μάτι' αλληθωρίζουν να τοξεύουν.
Χέρια μπρούντζινα στο μπρούντζο Σε λαξεύουν
κολοσσό.

Δεν προσέχεις του ζητιάνου το κερί
στα φαράγγια που δακρύων κυλούσε κρήνη
των θαυμάτων Σου θ' ανθίσουν τώρα οι κρίνοι
δροσεροί.

Τους πυλώνες που τους κράτησαν κλειστούς
– σκλάβα, Εσύ που με θεό Σ' είχαν κοιμίσει –
τους γκρεμίζουν αλαλάζοντας τα μίση
με λοστούς.

Στων ονείρων τους ναούς γονατιστοί
σε δεήσεις δεν σταυρώνουνε τα χέρια.
Έχεις όποιον τους λυγμούς κάνει μαχαίρια
εραστή.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:44:22 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος 

Ι


(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ' το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

II

Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;

Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;

Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 18 Apr, 2020, 15:38:38 by spiros »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

ΙΙΙ

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθε τους κόπαζε κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας,

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ' τα μπαλκόνια,

Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

Μυριόριζο, μυριόφυλλο κ' ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;

ΙV

Γιε μου, ποια Μοίρα στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;

Πουρνό-πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.

Κοίταες μην έφεξε συχνά-πυκνά απ’ το παραθύρι
και βιάζοσουν σα να ’τανε να πας σε πανηγύρι.

Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κ’ είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.

Και γω η φτωχειά κ’ η ανέμελη και γω η τρελλή κ’ η σκύλα,
σου ’ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα

Μια-μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγάλλομουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.

Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.

Κ’ έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου το ασβεστωμένο δώμα.

Θα καρτεράει κ’ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.

Θα καρτεράει κ’ η ρούγα μας τ’ αδρό περπάτημά σου
κ’ οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ’ αηδονολάλημά σου.

Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν

Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.

Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
να ’ρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 18 Apr, 2020, 15:39:28 by spiros »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

VI


Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μού τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 18 Nov, 2010, 18:34:50 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Το ποίημα που μόλις δημοσίευσε ο Ανδρέας έχει μεγάλη ιστορία και με τη σειρά του πέρασε στην ιστορία, όπως και ολόκληρη η συλλογή «Επιτάφιος» του 1936.

Αντιγράφω σχετικό απόσπασμα από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (1η Μαΐου 2005):

Σημαντικοί δημιουργοί

Οι μεγάλες περίοδοι, που αποτελούν πεδίο δημιουργίας για το εργατικό, κοινωνικό αλλά και λαϊκό επαναστατικό τραγούδι στην Ελλάδα, είναι η Μικρασιατική Καταστροφή, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση, η Απελευθέρωση από τους Γερμανούς, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε καθώς και η μετεμφυλιακή περίοδος. Τα περισσότερα εργατικά-λαϊκά τραγούδια στην Ελλάδα γράφτηκαν την περίοδο 1922 - 1967, από τους σημαντικούς μουσικούς πρωταγωνιστές της Σμύρνης και της Πόλης όπως οι Τούντας, Παπάζογλου, Σέμσης, Νταλγκάς, αλλά και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Μπάτης, Χατζηχρήστος, Θεοδωράκης, Ρίτσος.

Ο τελευταίος άλλωστε εμπνεύστηκε τον «Επιτάφιο», στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1936. Τα εργατικά συνδικάτα της πόλης κατέβασαν τα μέλη τους στον δρόμο για να διαδηλώσουν, με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν συγκρούσεις με την Αστυνομία. Ο φωτογραφικός φακός της εποχής αποτύπωσε μια μάνα να μοιρολογεί, στη μέση του δρόμου, πάνω από τον νεκρό γιο της. Ο ποιητής εμπνεύστηκε από το τραγικό γεγονός και γράφει το 1936 τον «Επιτάφιο», στον οποίον περιέχεται το ποίημα «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες». Δύο χρόνια αργότερα, η δικτατορία του Μεταξά έκαψε αντίτυπα του βιβλίου κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο «Επιτάφιος» όμως δεν έσβησε από τη μνήμη του ελληνικού λαού. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει αντίτυπο του βιβλίου του από το Παρίσι όπου ζούσε τότε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο συνθέτης, συγκινημένος, μελοποιεί μερικά ποιήματα το ίδιο εκείνο απόγευμα. Ο μελοποιημένος «Επιτάφιος» πρωτοκυκλοφόρησε σε δίσκο το 1960 σε δύο εκτελέσεις.


Ας ακούσουμε, λοιπόν, μελοποιημένο το «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες». Τραγουδά, φυσικά, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Τα σχόλια περιττεύουν.


« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:13:37 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος 

VIIΙ


Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.

Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ' άσπρο μικρούλι σπίτι,
να σ' έχω σαν αφέντη μου, να σ' έχω σαν σπουργίτι,

Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί - σπυρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.

Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις∙
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.

Κ' είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.

Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
κι όλα τα χάρισες, κ' εμέ μ' αφήκες δίχως ζέστα.

Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.

Πότε τις χάρες σου, μια - μια, τις παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό - λυγμό, τις δένω μοιρολόι.

ΙΧ

Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον άγγελο από πέρα.

Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Γιε μου, καλέ μου τα ’λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.

Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.

Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 18 Apr, 2020, 15:40:15 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Βέλγιο, 1985: ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει για μια ακόμη φορά τραγούδια από τον τον κύκλο «Επιτάφιος». Ας ακούσουμε από τη συναυλία αυτή μελοποιημένο και τροποποιημένο ένα τμήμα του σημερινού ποιήματος με τίτλο τον πρώτο στίχο («Πού πέταξε τ' αγόρι μου;»). Την ορχήστρα διευθύνει ο ίδιος ο συνθέτης και ερμηνεύει εξαιρετικά η Αλίκη Καγιαλόγλου. Υπενθυμίζω ότι η πρώτη εκτέλεση ήταν από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.


« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:47:49 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

XVII


Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

Την άχνα απ' την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,
αχ, κ' ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κ' η λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα∙ το πόδι στέκει ακόμα∙
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Nov, 2010, 11:18:52 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73905
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Από τη συναυλία «Τραγουδάμε την ποίηση» που έγινε το καλοκαίρι του 2008 στο αμφιθέατρο του πάρκου της Κατερίνης, ας ακούσουμε το «Βασίλεψες, αστέρι μου» όπως το μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης:


« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:48:54 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Το τραγούδι τής αδελφής μου (1937)]

Γιάννης Ρίτσος, Το τραγούδι τής αδελφής μου (απόσπασμα)

Αδελφή μου,
δεν είμαι πια ποιητής
δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής.
Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι
που έχασε το δρόμο του
μες στην απέραντη νύχτα.
Αναδεύω την τέφρα
των πυρπολημένων Απριλίων
και δε βρίσκω μια σπίθα
για ν' ανάψω την αρχαία θερμάστρα.
Εσύ εζύγησες
τους θησαυρούς των αιώνων
μες στη λεπτή παλάμη σου.
Εσύ εγκρέμισες τα όρη
όπου αναπαύονταν οι ποιητές.
Κ' εγώ δεν είμαι πια ποιητής.
Το ξέρω,
οι ποιητές  
δε ρυπαίνουν με δάκρυα
τις κρυστάλλινες πολιτείες.
Αγρυπνούν
με το βλέμμα τους ίσο κι αθόλωτο
για να μετρούν
τις φρικιάσεις του φωτός
και τους παλμούς του σύμπαντος.
Όμως εγώ,
αδελφή μου, αγρυπνώ
μετρώντας τους παλμούς
και την ανάσα σου.
Στυλώνομαι, πύργος νυχτός,
μες στην ακατανόητη βοή
των διασταυρουμένων κεραυνών
κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.
Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν
κάτω απ' τα βλέφαρα σου.
Τίποτ' άλλο δε ζει
έξω απ' τον πένθιμο κύκλο
που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου.
Δε θέλω
τα τύμπανα των θριάμβων
να αναγγέλλουν τη δόξα μου
μες στα δάση της άνοιξης.
Το δικό σου χαμόγελο
μου φτάνει.
Η κρήνη των ματιών σου
μπορεί να ποτίσει τη δίψα μου
και ν' ανθίσει τη ζωή μου.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:50:10 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Εαρινή συμφωνία (1937-1938)]

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία

ΙΙ


Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ' ήρθες εσύ.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 15:50:43 by wings »


 

Search Tools