μάλλον: «σαστίζω»
(αντίστοιχο του αγγλικού: I'm lost, I'm all confused)
Συνώνυμα από Εννοιόλεξο:
[δεν ξέρω τι να πω ή τι να κάνω μπροστά σε κάτι απρόβλεπτο, περίεργο ή θαυμαστό]
σαστίζω: σάστισα μπροστά στην ομορφιά του τοπίου
τα χάνω: δεν τον περίμενα και, μόλις τον είδα, τα 'χασα
παθαίνω / με πιάνει τρακ
βραχυκυκλώνω: δεν περίμενα τέτοια ερώτηση και βραχυκύκλωσα
κομπλάρω
μπλοκάρω: δεν ξέρω τι να κάνω, είμαι μπλοκαρισμένος
χάνω τον μπούσουλα
πελαγώνω
θολώνω: θόλωσε και δεν ήξερε τι έλεγε
πελαγοδρομώ
χάνομαι
έρχομαι / περιέρχομαι / πέφτω σε αμηχανία
Βλέπε και:
9. (Figuré) Embrouiller l'esprit, ne plus rien comprendre.
Je m’y perds, on s’y perd, l’esprit s’y perd.
https://fr.wiktionary.org/wiki/perdrehttps://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=285503.0