ανομία → lawlessness, unlawfulness, lawless act, wrong done, offense, crime, transgression, sin, iniquity, trespassing the laws, trespassing a law, illegitimacy, breach of the law, offence, crime, waywardness

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 852402
    • Gender:Male
  • point d’amour
ανομία → lawlessness, unlawfulness, lawless act, wrong done, offense, crime, transgression, sin, iniquity, trespassing the laws, trespassing a law, illegitimacy, breach of the law, offence, crime, waywardness

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομία η [anomía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) παράνομη και ανήθικη πράξη· αμάρτημα, κρίμα: Ο Θεός τον τιμώρησε για τις ανομίες του.
[λόγ. < αρχ. ἀνομία]

[Λεξικό Κριαρά]
ανομία η· ανομιά. 1) α) Παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα: (Aσσίζ. 1901), (Eλλην. νόμ. 5574)· β) ευθύνη για την παρανομία, ενοχή: (Aσσίζ. 8618). 2) Aμαρτία, αμάρτημα: φύγετ’ εκ την παράδεισον, ως θέλει η ανομιά σας (Xούμνου, Kοσμογ. 117). 3) Aδικία: (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 308). 4) Aτυχία, αναποδιά, κακή σύμπτωση: αν ου τον εύρομεν εκεί, έδε ανομία μεγάλη (Διγ. Esc. 1394). [αρχ. ουσ. ανομία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομία [anomía] η, (& D ανομιά) (L) ① lawlessness (syn ανυπαρξία νόμων): η παρανομία και η ~ είναι οι μεγάλες αρρώστιες που τρώνε και εξολοθρεύουν τα έθνη (Rotas) | διεπιστώναμε ότι στον κόσμο του πνεύματος έχει εγκαθιδρυθεί η ~ και η αταξία (Georgoulis) ② trespassing the laws or a law, unlawfulness (syn παράβαση των νόμων, του νόμου, παρανομία): οι δημαγωγοί μπορούν να σύρουν το λαό στην ~ και στο έγκλημα (Prevelakis) | οι κύριοι αυτοί γνοιάζονται μόνο πώς θα παρατείνουν με κάθε τρόπο την ~ τους | αν πρόκειται να κατασχεθούν τα προϊόντα που προέρχονται από την ~, τελευταία έρχεται η επαίτις (Palaiologos) | poem εδώ είναι η σάλπιγγα που γκρεμίζει το παλάτι | και φαίνεται η βασίλισσα μέσα στην ~ (Seferis) | προστάτεψέ με, Kύριε, απ' τους κακούς ανθρώπους | μη με πλανέψουν με ψευτιές και με την ~ (DLampropoulos) ③ lawless act, wrong done, offense, crime, transgression (syn αδίκημα, ανόμημα 1, κρίμα, παράνομη πράξη): μελίσσι ανομιών | θα μάθουν την ~ του | κάποιες ανομίες του τον έφεραν στη φυλακή | κανείς δεν μετάνοιωνε για τις ανομίες του (Karagatsis) | καταπλήσσει τους ανθρώπους με τις ανομίες του (Ouranis) | με το νόμο του Θεού χτύπησε τις ανομίες των βασιλιάδων (Plaskovitis) | ένα μακρύ τηλεγράφημα ιστορεί τις τελευταίες ανομίες των κομμουνιστών (Zalokostas) | πού ξέρεις αν ο πόλεμος δεν είναι η δίκαιη οργή του Θεού για τις ανομίες των αχάριστων ανθρώπων; (ADoxas) | poem εκείνος ανομιά δεν έπραξε ποτέ του σε κανέναν (Homer Od 4.693 Kaz-Kakr) | από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι (ib 1.7) | ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ' ανοίξω; (Elytis) | εγώ πρώτος θα γνώριζα τις ανομίες μου και τις αμαρτίες μου | κι αυτές θα με καταδίκαζαν στα μάτια μου για πάντα (Chakkas) ⓐ sin, iniquity (syn αμάρτημα 2, αμαρτία 2): από τις ανομίες μας κινδυνεύει η λευτεριά μας (Melas) | άλλοι, πιο δειλοί, προσπέσανε στ' αγάλματα των θεών, θλιβεροί ικέτες που αγωνίζονται να εξαγοράσουν τις ανομίες τους (Roufos) | της είπε· η Eκκλησία ήξερε πως το σπέρμα της ανομίας βλαστάνει μέσα στη γαστέρα σου· μα ο άνθρωπος, μ' όποιο τρόπο κι αν γεννιέται, είναι πλάσμα του Θεού (Karagatsis) | καρπός της ανομίας της γυναίκας | ο πατέρας έπνιξε την κόρη του φράζοντας τη μύτη και το στόμα· θα της πάτησε και την κοιλιά που στεγάζει τον καρπό της ανομίας (Palaiologos) [fr MG ανομία ← K (papyri etc), PatrG ← AG]



 

Search Tools