quand elle est sur la bonne voie
quand elle prend la bonne voie
1. οδηγώ κάποιον σε καλό δρόμο («η Παναγιά να σέ καλοδρομίζει»)
2. μτφ. οδηγώ κάποιον στον δρόμο της αρετής ή της ευτυχίας
3. (αμτβ.) α) πορεύομαι καλά, ακολουθώ καλό δρόμο
β) ακολουθώ τον δρόμο της αρετής, παίρνω τον καλό δρόμο
4. ευδοκιμώ, ευτυχώ στη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής», από τη φράση (ευχή) «καλό δρόμο» + κατάλ. -ίζω (πρβλ. καλωσορίζω, καλησπερίζω κ.τ.ό.)].
καλοδρομίζω - Ancient Greek (LSJ)