Αναστάσης Βιστωνίτης, Μετοικεσία
Η πόλη
Η πόλη βυθίζεται στον κάμπο. Τη σκεπάζει ένα λεπτό χνούδι υγρασίας και γύρω λόφοι. Ο ουρανός είναι ψηλά, ένα μακρινό σύννεφο επιμένει πάντα μπροστά στον ήλιο.
Η πόλη μου είναι ένα πεθαμένο χέρι, θαμμένο στην παγωμένη σκόνη, με τα δάχτυλα να εξέχουν άσπρα κι ακίνητα και τον κομμένο αγκώνα με το κρυσταλλωμένο αίμα. Χίλια χρόνια που κόπηκε από κάποιο κορμί το χέρι τούτο, απλώνει τα δάχτυλα και παγώνει το φως και γίνεται ασήμι και θάνατος, φαρμάκι και χιόνι.
Εδώ με ξέβρασαν τα πλατιά ποτάμια
κι ένιωσα να μου διαπερνούν το κορμί
εκείνα τα πέτρινα ξίφη που φυτρώνουν
ανάμεσα στα ξερά λιθάρια και ν' αγκυλώνει
την καρδιά μου το μπρούντζινο μισό φεγγάρι
στις κορφές.
Και το κίτρινο αίμα των ίσκιων να κυλάει στους δρόμους, να λερώνει τα πάρκα, να μολύνει τα μικρά. Έμαθα να μιλώ στο σκοτάδι. Ένας άλλος κόσμος είχε γεννηθεί μέσα σ’ αυτή τη σιωπή κι οι στενοί δρόμοι αποκτούσαν τη δική τους αλήθεια. Τα μάτια είχαν χαθεί σ’ ένα μεγάλο μαυσωλείο, ήταν ακίνητα, χωρίς χρώμα στη χλωρή υγρασία των τοίχων, βυθισμένα στο κίτρινο αίμα των ίσκιων που σάλευαν γύρω με την επίκληση όσων έχουν για πάντα χαθεί και περιμένουν εκδίκηση απ’ το μέλλον.
Η πόλη μου μ’ ακολουθεί παντού. Είναι ένας νεκρός χιλίων χρόνων που βαλσαμώθηκε στη μνήμη απλώνοντας το κίτρινο αίμα του και τη σιωπή του.
Η φυγή
Έφυγα μ’ ένα ρούχο που δεν γνώριζα. Ήταν ένα ξένο δέρμα πάνω στο δικό μου. Μα στην καρδιά μου είχε συντριβεί το φάντασμα του Οδυσσέα, δεν είχα το βαρύ φορτίο της μνήμης, μόνο ένα πεσμένο σπίτι με τραβούσε γι’ αλλού.
Η σιωπή σε μαθαίνει ν’ αγαπάς τη νύχτα
μαντεύοντας τις κινήσεις του σκοταδιού.
Στον καινούριο μου τόπο με τύλιξε μια αρχαία μνήμη. Οχυρώθηκα στα παλιά της κάστρα. Ένα κομμάτι θάλασσα ρίζωσε στο κορμί μου, ένιωσα στο πρόσωπο τη θέρμη της πέτρας που έμεινε ζωντανή κι άκουσα τα σπίτια να μου μιλούν πίσω από τ’ ανοιχτά παράθυρα.
Όμως κι εδώ ο νεκρός ήταν εντός μου. Κι ένιωσα τα ψηλά κάστρα να με λογχίζουν, κι ένιωσα τη βαθιά πίκρα των χαμηλών σπιτιών, τον κλειστό κόσμο των παιδιών ανάμεσα στα όρθια μαχαίρια των τοίχων, κι απ’ τα πηγάδια του χρόνου τα φλάμπουρα και τα δάση των δοράτων μού πήραν τη φωνή και τη μοίρασαν στα πουλιά, μου πήραν το αίμα να κτίσουνε ποιήματα, μου πήραν το κορμί να φράξουν τη θάλασσα και τα καράβια.
Περιφέρομαι γυμνός.
Γύρω μου το τοπίο στενεύει.
Το δωμάτιο
Το δωμάτιο ήταν ένα κλειστό μάτι. Κάποιος μέσα μου είχε τραβήξει τις κουρτίνες κι ήμουν ολόκληρος ένα κομμάτι σκοτάδι. Στο μεταξύ, ένα μεγάλο ξίφος γιαπωνέζικο με διαπερνούσε από το λαιμό μέχρι τη μέση και μου ’σκιζε το στήθος σαν ρετάλι. Τη ρομφαία τούτη την κρατούσε ο καλός μου άγγελος ή ο κακός μου δαίμονας — δεν έχει σημασία. Το σίγουρο τώρα ήταν ότι το στήθος μου χωρούσε το ίδιο εύκολα μια μεγάλη πολιτεία ή ένα δημόσιο νεκροταφείο. Τότε νόμισα ότι πραγματικά είχα πεθάνει κι ότι το κορμί μου είχε χαθεί. Ήμουν ένα ζωντανό κεφάλι που δεν ήξερε πού ν’ ακουμπήσει. Μια αιχμηρή φωτιά είχε μπει στο κρανίο μου και με γύμνωνε, ώσπου απόμεινα μια φλόγα που σάλευε κανονικά. Όλο μου το πρόσωπο είχε γίνει φως και δεν είχα τίποτ’ άλλο. Τότε κατάλαβα ότι ο μικρός χώρος ήταν η πληγή μου κι η νύχτα το αίμα μου που είχε πηχτώσει και μ’ εξαφάνισε. Εννόησα ότι το στήθος μου δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει σ’ άλλα χτυπήματα και σώπασα. Ήταν τόσο πολλοί αυτοί που είχαν πεθάνει μέσα μου και μου μιλούσαν ακόμη...
Από τη συλλογή Μετοικεσία (1972)