porter assistance → βοηθώ, βοηθάω, παρέχω συνδρομή, παρέχω βοήθεια, προσφέρω βοήθεια, παραστέκομαι, συνδράμω, συντρέχω, δίνω χείρα βοηθείας, προσφέρω χείρα βοηθείας, τείνω χείρα βοηθείας, δίνω ένα χέρι

 

Search Tools