φουλ → very much, full, madly, absolutely, full house, full hand

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854561
    • Gender:Male
  • point d’amour
φουλ → very much, full, madly, absolutely, full house, full hand

Π.χ. είμαι φουλ ερωτευμένος

φουλ το [fúl] Ο (άκλ.) : συνδυασμός υψηλής αξίας στο χαρτοπαίγνιο (πόκερ και πόκα), που σχηματίζεται από τρία φύλλα όμοια μεταξύ τους συνοδευόμενα από δύο άλλα φύλλα επίσης όμοια μεταξύ τους: ~ της ντάμας με δεκάρια, τρεις ντάμες και δύο δεκάρια.
[λόγ. < γαλλ. full < αγγλ. full house]
φουλ [fúl] Ε (άκλ.) : γεμάτος, πλήρης, κατάμεστος: Tο θέατρο / η αίθουσα / το γήπεδο / το ντεπόζιτο είναι ~. H πλατεία είναι ~ στον / από κόσμο. Tο πρόγραμμά μου για τις επόμενες ημέρες είναι ~. || (έκφρ.) στο ~, στο ανώτατο σημείο, με τη μεγαλύτερη ένταση: Mεγάφωνα / ραδιόφωνο / θέρμανση / ταχύτητα στο ~. Οι μηχανές δουλεύουν στο ~. || (ως επίρρ.) πάρα πολύ: Είναι ~ ερωτευμένη.
[αγγλ. full]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

φουλ [fuλ] ουδ ουδ ακλ
(ΧΑΡΤ) = full house
φουλ [fuλ] επθ ακλ
• πλήρης = full  Το γήπεδο είναι φουλ από τον κόσμο που ήρθε να δει την εθνική μας ομάδα. = The stadium is full of fans who have come to see our national team.
(ως φρ) = to put sth on full  Έβαλε στο φουλ τα καλοριφέρ και σε λίγη ώρα είχαμε σκάσει από τη ζέστη. = She put the heater on full and in a short while we were sweating with the heat.
(ως φρ) • πάρα πολύ = to be very much in love  Είναι φουλ ερωτευμένη. = She is very much in love.
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας



https://www.youtube.com/watch?v=C6guzyUPbJ8


 

Search Tools