Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ταχυδακτυλουργός αόρατος
Στην ξαφνική νεροποντή από ουράνια τόξα
ποτέ δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία.
Παιδί εγώ κρυμμένο κάτω από κρεμάστρες, ρόμπες λινές
άδεια μανίκια και καμπαρντίνες πεθαμένων
λιποτακτούσα της τιμωρίας
και πρόφερα στο σκοτάδι γλωσσοδέτες.
Εκεί, ταχυδακτυλουργός αόρατος
με νούμερο πρωθύστερο
–θαρρώ τη μνήμη επούλωνε–
μπουκέτα ομίχλης έσταζε επάνω στα μαλλιά.
Άγνωστα ακόμη τα παιχνίδια της καρδιάς
κι ο φόβος ήταν για όσους θα ’ρχονταν κι όχι γι’ αυτούς που φεύγαν.
Έξω, μ’ ένα κηροπήγιο στο χέρι
η ποίηση πυρπολούσε τα έπιπλα
αναβόσβηνε τον κήπο, κατέβαινε στο υπόγειο
κι αυτό που η κάμπια ονόμαζε θάνατο
εκείνη το βάφτιζε πεταλούδα.
Από τη συλλογή Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (2004)