Ζωή Καρέλλη, Του έρωτα μπροστά στον θάνατο
Για δε σηκώθηκε ακόμα, δε θα σηκωθεί!
Ξύπνα καλή.
Το σπίτι είναι γεμάτο
από δικές σου κινήσεις.
Δεν ακούονται… Θρους της ανθρώπινης παρουσίας,
είσαι ακόμα εδώ, όμως δε θέλω μόνο
τη σκιά σου να βλέπω που μεγαλώνει
παράλογα, ζητώ την κίνησή σου εγκόσμια,
την αισθάνομαι ακόμα επάνω μου κι εσύ
μένεις ακίνητη,
ω, του θανάτου απάνθρωπη
φαντασία, η απελπισία με διώχνει έξω
από κάθε συνήθεια κοινή.
Τη δεχόμουν μ’ αδιαφορία ως τώρα
και τώρα, πάω να μάθω μοναχός
την πάλη με το θάνατο, με τη ζωή.
Ησυχία. Του θανάτου η στάση.
Δαιμονίζομαι, σηκώσου, θέλω τη ζωή σου,
αγάπη μου της ζωής περίλαμπρη, εσύ.
Γιατί οι νεκροί κοιμούνται τελείως;
Πόσο είν’ όμορφη, όμως η αγάπη μου
δεν την ξυπνά, όπως την Πεντάμορφη
ξύπνησε ο έρωτας, μια φορά κι έναν καιρό.
Αύριο θα ξυπνήσω μονάχος εγώ, θα υπάρχω.
Πώς να σ’ ανταμώσω θα ’ρθω;
Δεν μπορώ να δεχτώ της υποταγής το σημάδι
που διδάσκει ο θάνατος, να φανταστώ
τη δύναμη που τους νεκρούς εγείρει.
Πλήθος ψυχές αναμνήσεις, εικόνες
οι άγγελοι σβήσαν αστέρια που απολείπει
ο καιρός τους στο στιλπνό στερέωμα,
έναστροι κόσμοι, αστερισμοί, η αγάπη μου εκεί
δεν πηγαίνει σε άπειρο κόσμο.
Ήσουν εσύ ο κόσμος μόνος δικός μου,
δεν γνωρίζω να ιδώ πιο πολύ απ’ τον ήλιο
του προσώπου σου, δε θέλω να ιδώ.
Αδιάλλαχτος χωρισμός, κάθε μου κίνηση,
όλο το σώμα, το αίμα που σφύζει σε μένα,
γνωρίζει την παρουσία σου αισθάνομαι
τόσο πολύ κι είσαι, συ, το αίσθημά μου της ζωής,
εσύ, που τόσο πεθαμένη, μένεις ακίνητη.
Μην κοιμάσαι αγαπημένη του θανάτου
τον αράγιστο ύπνο.
Να σε κρύψω μέσα μου,
τόσο, που κανείς να μη μάθει πως πέθανες!
Να μην έρθει κανείς να σε πάρει.
Μυρωδιά των σωμάτων που σάπισαν.
Μουσική απ’ το σώμα σου η δική σου ευωδιά,
περπατούσες κι άκουγα ήχους, έβλεπα
απίθανα χρώματα, αρμονίας κρυμμένες αχτίδες,
ακριβή, ερωτική μου ζωή.
Με παιδεύει η μαρμάρινη όψη σου.
Ηδονή πιο πολύτιμη όταν είναι
διαλεχτή η συνάντηση έκθαμβη.
Φοβούμαι μονάχος, το ίδιο μου σώμα
φοβούμαι, το θάνατο αισθάνομαι
πάνω στο σώμα μου, αυτό, που είσαι συ.
Τόσο πίστεψα μαζί σου στη ζωή
που παλεύω το θάνατο ν’ αρνηθώ.
Μάθημα σκληρό με δένει η δική σου
ακινησία, την αισθάνομαι ολόκληρος,
παγώνω καθώς σ’ ακουμπώ, δίχως
απάντηση μένω. Διδαχή η μοναξιά του θανάτου.
Κοντά σου λησμόνησα την ανθρώπινη μοναξιά,
ονειρευόμουν κοντά σου, τώρα,
ο ύπνος σου με ξυπνά.
Η συντριβή μου δε με τελειώνει,
σκουλήκια μίσους η ψυχή μου γεννά,
χαλά απ’ το σώμα σου πιο νωρίς,
τον δικό σου ζω θάνατο με τη δύναμη
της δικής μου ζωής.
Ποιος λόγος θα συγχωρέσει το μυστικό
της ζωής, του θανάτου; Πού θα χωρέσει
ο χωρισμός της ζωής του θανάτου;
Δεν υπάρχει παρηγοριά του θανάτου
δίχως το Λόγο της ζωής.
Από τη συλλογή Η εποχή του θανάτου (1948)