Τέσσερις μήνες μετά ήρθε μια άλλη μαγική βραδιά.
Χτες το βράδυ η Δώρα Στρουθοπούλου και ο Νίκος Στρουθόπουλος τραγούδησαν μαζί σε μια πραγματικά σπάνια εμφάνιση σε μαγαζί. Η μισή Παρέα του Τσιτσάνη, λοιπόν, ήταν επί σκηνής και ξαφνικά ο χώρος ανάδινε ποιότητα και η ατμόσφαιρα θα μπορούσε να είναι κοντά στο κλίμα μιας ταβέρνας της κατοχικής Θεσσαλονίκης - της χρυσής εποχής του Βασίλη Τσιτσάνη.
Λέω ότι θα μπορούσε να είναι κοντά γιατί όσο κι αν αγαπάμε τα τραγούδια αυτά, δυστυχώς απλώς τα «αναβιώνουμε» στις μέρες μας χωρίς να καταφέρνουμε να μπαίνουμε στο κλίμα τους και στην εποχή τους, αφού -φευ- πλέον άλλα ήθη κι άλλα έθιμα... τα κινητά χτυπούν, οι παρέες χαχανίζουν φωναχτά, τα παλαμάκια «πληγώνουν» τη σιωπή που σπάνια επικρατεί κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν είναι πάντα εκεί να κάνει έκκληση για μυσταγωγία.
Κάπως αλλιώς ονειρεύομαι τούτες τις βραδιές Τσιτσάνη... με τον καθένα μας μονάχο σε ένα μικρό και ταπεινό τραπεζάκι, στη γωνιά του, στο μισοσκόταδο, χαμένο στις σκέψεις του, στους καημούς και τις χαρές του, με μοναδική συντροφιά το κρασί, το τσιγάρο του και αυτές τις υπέροχες μοναχικές νότες του κορυφαίου μας βάρδου.
Γιατί τελικά ήταν μοναχικές οι νότες του Τσιτσάνη - πάντα αυτόνομες κι ανεξάρτητες, άλλοτε αυθάδικες, άλλοτε τσαχπίνες, τη μια στιγμή κλάμα και την άλλη χαρά και ψυχική ανάταση, τη μια στιγμή ένα κατρακύλισμα σε ένας Θεός ξέρει τι μαύρες σκέψεις και έγνοιες και την αμέσως επόμενη ένα ξέφρενο πανηγύρι κι αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους, πάντα επαναστατικές κι ίσως λίγο αναρχικές καθώς έσπαζαν κάθε φραγμό, επιταγή και επιβολή μέσα σε τόσο δύσκολους για τον τόπο μας καιρούς.
Κι είναι κι αυτοί οι στίχοι του που δεν σηκώνουν κουβέντα - σταράτοι, ντόμπροι, λιτοί και μεστοί, τα λένε όλα με 10 λέξεις. Και μιλάμε για λέξεις που δεν μπορείς να πειράξεις τη σειρά τους, τη στίξη τους, το νόημά τους - κάθε του τραγούδι είναι ένα γεροδεμένο, καλοδουλεμένο στολίδι από ατόφιο χρυσάφι που θα στραφταλίζει όσα χρόνια κι αν περάσουν, και το μόνο μέρος όπου θα μπορούσες να το θάψεις βαθιά είναι η ψυχή κι η καρδιά σου.
Υπενθυμίζω ότι η Δώρα Στρουθοπούλου είναι η βασική τραγουδίστρια στην Παρέα του Τσιτσάνη - μια σπάνια γυναικεία φωνή που πατάει γερά μέσα της και σηκώνει με μια σατανική ευκολία το «ειδικό βάρος» αυτών των μεγάλων τραγουδιών δίχως περιττά τσαλίμια, δίχως «κοριτσίστικες» τσαχπινιές, δίχως ξόμπλια και ανώφελα στολίδια. Κοντολογίς, λέει τα τραγούδια όπως τα 'κανε η μαμά τους (εν προκειμένω ο μπαμπάς τους, ο Τσιτσάνης), αλλά με όλη τη δύναμη της ψυχής της, και σε καθηλώνει. Σου δίνει το τραγούδι γυμνό κι αστόλιστο, με μια σκανδαλωδώς υψηλή τεχνική και μουσική ορθότητα, κι είναι σαν να σε προκαλεί να το πάρεις απ' το στόμα της, να το αρπάξεις στον αέρα και να το κάνεις δικό σου ανάλογα με το πώς νιώθεις κείνη τη στιγμή.
Μαζί της χτες το βράδυ ήταν ο Νίκος Στρουθόπουλος στο μπουζούκι και ο Δημήτρης Εσερίδης στην κιθάρα (χρόνια του πολλά για τα σημερινά του γενέθλια), στην ταβέρνα «Τομπουρλίκα».
Αυτή τη φορά, ωστόσο, προλαβαίνω να πω έγκαιρα ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και στους τρεις τους, και να τους ευχηθώ να είναι πάντα καλά ώστε αυτή η μαγεία που αναδίνουν να μην εξατμιστεί για πολλά χρόνια.
Και να ευχηθώ σ' εμάς τους τυχερούς ακροατές τους να 'μαστε πάντα καλά και να 'χουμε τα μυαλά μας και την ψυχή μας ορθάνοιχτα έτσι ώστε ν' αφήνουμε τη χρυσόσκονη από τα τραγούδια του Τσιτσάνη που μας παίζουν να μας πασπαλίζει και να μένει πάνω μας, να μπαίνει βαθιά στο πετσί μας, χωρίς να την τινάζουμε μακριά σαν από ρούχο σκονισμένο το επόμενο πρωί.
Βίκυ Παπαπροδρόμου, Θεσσαλονίκη, Μεγάλη Πέμπτη, 05/04/2007