Καλημέρα στις ευαίσθητες ψυχές των ποιητών!
Παρά τα όσα καταμαρτυρούν στην ποίηση και στους ποιητές, αυτή και αυτοί δεν παυουν να είναι δημιουργήματα και δημιουργοί ευσυγκίνητων υπάρξεων. Παρά τα όσα γράφουν (του Παντελή Μπουκάλα συμπεριλαμβανομένου) η ποίηση είναι από την αρχαιότητα μια αγαπημένη ενασχόληση του ευσυγκίνητου λαού μας. Ο γιος μου έχει γράψει αρκετά ποιήματα, ιδίως σκωπτικά. Το ίδιο και η Γιαννιώτισσα νύφη μου. Παρομοίως, και ο αδελφός μου έγραφε, όταν ήταν έφηβος, ποιήματα. Η γιαγιά μου Ευτέρπη, το γένος Μαργαρίτη από την Κωνσταντινούπολη που έζησε πολλά χρόνια στο νησί του Μαρμαρά, έγραφε ποιήματα, αρκετά μαζί με την αδελφή της Κατίνα. Ένα από αυτά είναι το ακόλουθο, με ομοιοκαταληξία, φυσικά:
Η εξορία του Μαρμαρά
Μαρμαρά περίφανε και καλοστολισμένε
Κακός προδότης ήτανε
και πιάστηκες καημένε.
Από όλα τα περίχωρα
σήκωσαν τον ρουγιά του
σήκωσαν και τον Μαρμαρά
με τα επτά χωριά του.
Οι πλάτανοι να ξεραθούν
και οι βρύσες να στερέψουν
φεύγουν οι πατριώτες μας
και δεν θα επιστρέψουν.
Λίρες, φλουριά, διαμαντικά
όλα τα πουλούσαν
να πάρουνε ψωμί
διότι πολύ πεινούσαν.
Δεν θέλουμε λίρες, φλουριά
ούτε μπανκανότες
θέλουμε την πατρίδα μας
Να έλθουν πίσω οι πατριώτες.
Οι στίχοι αυτοί δημιουργήθηκαν στο μυαλό της γιαγιάς μου και της αδελφής της και είναι βιωματικοί, καθώς όλος ο ελληνικός πληθυσμός του Μαρμαρά (περίπου 8.000) και των λοιπών νησιών του συμπλέγματος απέναντι στη χερσόνησο της Κυζίκου (Κούταλη, Πασά-λιμάνι κ.α.) εξορίστηκε το 1914 μόλις ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι μισοί περίπου πέθαναν από της κακουχίες και με το πέρας των εχθροπραξιών το 1918 επέστρεψαν στα νησιά τους, για να ξαναεξοριστούν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Το ποίημα ήταν πολύ μεγαλύτερο αλλά αυτό διέσωσε η μνήμη της θείας μου Ολυμπίας που το απήγγειλε σε μια εκδήλωση συμπατριωτών της στο Λος Άντζελες.