Ανδρέας Λίτος, Ένα τοπίο
Από μακριά, ανατολικά, φωνές ψαλμωδών
σα γυάλινες καμπανούλες ηχούν.
Δίπλα παιδάκια, χαριτωμένα, γελαστά,
πολίτες της Βασιλείας, αυτοδίκαιοι.
Στη μισοφώτιστη μαρμάρινη γούρνα
τα δάκρυα ξεχειλίζουν αγίασμα
γι’ ανακούφιση των ταπεινών.
Πάνω στο ξύλινο τραπέζει
ξεπλένουν την φιλαρέσκειά τους
μ’ ελιές, ψωμί και μόχθο, οι γυναίκες.
Στις ρυτίδες κυλάνε σαν κυανά κύματα
οι ανάπηρες ελπίδες τ’ ουρανού.
Η κόρη μου ξεδιπλώνει τους ήχους
στις εκτάσεις της άνοιξής της:
θαυματουργία μικρή του νου.
Οι μνήμες φτερουγίζουν στο παρόν
κτίζοντας μιαν άλλη εκδοχή της αφής των γεγονότων.
Κι άλαλος ο θεοσεβούμενος χρόνος
σημειώνει τα φευγαλέα πράγματα,
πλοιάρια για το πέρασμα σ’ άλλες αιωνιότητες.
Από την ποιητική συλλογή Φωτός Κάλλος (2006)