Νίκος Γρηγοριάδης, Ο γέρος
Γέρασε, στράγγισε ο μούστος της καρδιάς,
δεν τον βαστούν με τίποτε τα πόδια∙
μήτε μπαστούνι σώνει, μήτε στήριξη.
Κι ο γιος ζητάει συντρίβοντας ν’ ανέβει∙
δεν τον συντρέχει πια, τον πολεμά.
Όμως εμμένουν μερικοί να τον κρατούν,
όσοι αποζούν απ’ τα λεφτά, τη σύνταξή του.
Κλαίνε και οδύρονται∙ το σπίτι θα χαθεί,
ο γιος είναι επικίνδυνος, δε θέλει,
δε σέβεται καθόλου τον σεπτό γενάρχη.
Δεν βλέπουν –δεν τους συμφέρει και να δουν–
που ευθυτενής, χυμώδης, ανεβαίνει.
Από τη συλλογή Δειγματοληψία Α' (1981)