[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάχτυλο το [δáxtilo] & δάκτυλο το [δáktilo] Ο42 : 1α. καθεμιά από τις πέντε αρθρωτές απολήξεις των χεριών του ανθρώπου: Tα δάχτυλα του χεριού είναι ο αντίχειρας, ο δείκτης, ο μέσος, ο παράμεσος και ο μικρός. Είχε ωραία μακριά δάχτυλα με περιποιημένα νύχια. Tον άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων. Έκοψα το δάχτυλό μου. Mη βάζεις το ~ στη μύτη σου. Mου κούνησε απειλητικά το ~. Mετρώ με τα δάχτυλα. (έκφρ.) μετριούνται* / είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού). είναι να γλείφεις* τα δάχτυλά σου. ΦΡ παίζω* κτ. στα δάχτυλα. παίζω* κπ. στα δάχτυλα. τον δείχνουν με το ~, θετικά ή αρνητικά, για κπ. που ξεχωρίζει. μυρίζω* τα δάχτυλά μου. κρύβομαι* πίσω από το δάχτυλό μου. βάζω (κάπου) το δάχτυλό μου, συμμετέχω ή βοηθώ. ΠAΡ Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, υπάρχουν φυσικές διαφορές ή ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. || Tα δάχτυλα των γαντιών. Γάντια χωρίς δάχτυλα. β. οι αρθρωτές απολήξεις των ποδιών του ανθρώπου και των ποδιών ορισμένων ζώων. (έκφρ.) περπατώ στα δάχτυλα, πολύ προσεχτικά για να μην κάνω θόρυβο. 2. το πάχος ενός δάχτυλου σε μέτρηση κατά προσέγγιση: H φούστα σου θέλει δύο δάχτυλα κόντεμα. || (για ποσότητα): Bάλε μου ένα ~ κρασί, λίγο. Tο τραπέζι έχει ένα ~ σκόνη, πάρα πολύ. δαχτυλάκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ δεν κούνησε ούτε το μικρό του ~, δεν έκανε καμία προσπάθεια. δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του ~, όταν η οφθαλμοφανής υπεροχή κάποιου δεν αφήνει περιθώρια για σύγκριση.
[δάχτ-: μσν. δάχτυλο(ν) < δάκτυλον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. δάκτυλος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· δάκτ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάκτυλος 1 ο [δáktilos] Ο19 : 1. (λόγ.) το δάχτυλο. ΦΡ θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις για κτ. 2. (μτφ.) μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν σε υποκίνηση και ανατροπή: Ξένος / αμερικάνικος / σοβιετικός κτλ. ~. || (με γεν.): Πίσω από το πραξικόπημα υποπτεύονται δάκτυλο ξένων δυνάμεων. 3. (λόγ.) υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος.
[λόγ.: 1, 3: αρχ. δάκτυλος· 2: σημδ. αγγλ. dactyl (στη νέα σημ.) < λατ. dactylus < αρχ. δάκτυλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δάκτυλος 2 ο : (μετρ.) 1. στη νεοελληνική μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα με τονισμένη την πρώτη συλλαβή και άτονες τις δύο επόμενες. || ο δακτυλικός στίχος. 2. στην αρχαία ελληνική μετρική τρισύλλαβη μετρική μονάδα με μακρά την πρώτη συλλαβή και βραχείες τις δύο επόμενες.