centralized → κεντρικοποιημένος, κεντρικοποιημένη, κεντρικοποιημένο, κεντροποιημένος, κεντροποιημένη, κεντροποιημένο, συγκεντρωποιημένος, συγκεντρωποιημένη, συγκεντρωποιημένο, συγκεντρωμένος, συγκεντρωμένη, συγκεντρωμένο, συγκεντρωτικός, συγκεντρωτική, συγκεντρωτικό, κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, από ένα σημείο, ενός σημείου

spiros · 4 · 3126

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
centralized → κεντρικοποιημένος, κεντρικοποιημένη, κεντρικοποιημένο, κεντροποιημένος, κεντροποιημένη, κεντροποιημένο, συγκεντρωποιημένος, συγκεντρωποιημένη, συγκεντρωποιημένο, συγκεντρωμένος, συγκεντρωμένη, συγκεντρωμένο, συγκεντρωτικός, συγκεντρωτική, συγκεντρωτικό, κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, από ένα σημείο, ενός σημείου

centralised
Linguee | English-Greek dictionary
« Last Edit: 18 Nov, 2021, 16:11:11 by spiros »





mavrodon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 6582
    • Gender:Male
Το "κεντροποιημένο" δίνει 3.160 αναφορές στην αναζήτηση του google (http://www.google.gr/search?hl=el&source=hp&q=%CE%BA%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF&btnG=%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7+Google&aq=f&aqi=&aql=&oq=&gs_rfai=). Μερικές φορές χρησιμοποιείται και η λέξη "κεντρικά", όπως, λ.χ. στην περίπτωση των Κεντρικών Συστημάτων Κρατήσεων" (CRS=Centralized Reservation Systems) (http://www.google.gr/search?hl=el&lr=lang_el&tbs=lr%3Alang_1el&q=%22%CE%BA%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%B1+%CF%83%CF%85%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1+%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B5%CF%89%CE%BD%22&btnG=%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7&aq=f&aqi=&aql=&oq=&gs_rfai=).



 

Search Tools