Ζαχαρίας Καρούνης & Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος, Λαβύρινθος
(τραγούδι: Ζαχαρίας Καρούνης & Αρετή Κετιμέ / δίσκος: Τα υλικά των μυστικών (2013))
Σαράντος Παυλέας, Λαβυρίνθιοι
Με το μαύρο συννεφιασμένο μολύβι της έκλεινεν η νύχτα την πεδιάδα
με τους σιδηροδρομικούς σταθμούς άγρυπνους να κλέβουν
λίγα μέτρα τετραγωνικά από το σκοτάδι και να το κάνουν φως
ζωγραφίζοντας το σχήμα ενός παράθυρου, μιας θύρας. Αύριο
θα κατέφθανε η μέρα και θα ’δειχνε το ποτάμι
με τις σφιγμένες όχθες των δέντρων, τα βουνά και
τα πρώτα χειμωνοπούλια τους σπόρους πηγαίνοντας να ζητούνε.
Τα σιωπηλά σκαλοπάτια γεμίζουν βήματα.
Τα φύλλα στους κήπους είναι σκοτωμένα πουλιά.
Πολύχρωμα σκοτωμένα πουλιά στα σκαλοπάτια.
Σήμερα πιστεύουμε στο Δαρεικό. Αύριο στα νομίσματα
των Ροδίων και των Πτολεμαίων,
τα βαρβαρικά νομίσματα στην αγορά μας είναι τόσον ισχυρά.
Τα βαρβαρικά νομίσματα τη σύγχυση σημαίνουν.
Ο κίνδυνος είναι ένας σκοτεινός διπλωμάτης.
Εικονίζουν την παράσταση του ενός εκατομμυρίου
μ’ έναν Αρχαίο Αιγύπτιο να χτυπά την κεφαλή του
στον τοίχο. Συνεννοούμαι έτσι ιδεογραφικά.
Κύριοι, κατάγομαι από την Κόλαση. Ήρθεν ο πρώτος Αχαιός;
Σκοτώσαμε τον τελευταίον Αχαιό;
Πού είναι οι καλές ημέρες στην κοιλάδα των ποταμών;
Θα μας την διηγηθούνε οι βασιλείς της Ουρ;
Θα μας την ειπεί ο Κύριος Σαργών με τους πρώτους
πέντε χιλιάδες στρατιώτες υπηρέτες να τρώνε καθημερινά
μαζί κι έπειτα ν’ αρχίζουν τη λαφυραγωγία τους
για να συντηρηθούνε;
Τι να μας ειπούν τώρα στην εποχή των ουρανοξυστών;
Συγκοινωνούμε με το κενό.
Κύριοι, τα χιλιόμετρα των τειχών μας
συνηθίζουμε να τα ονομάζουμε ελευθερία.
Οι πράσινοι φράχτες στολίζονται με τα βουβά τους
μεγάφωνα, με τους αναρριχώμενους χρωματι-
στους άνθινους φωνογράφους.
Κοσκινίστε τη θέλησή σας.
Κοσκινίζετε τη θέληση να
μείνει στο τέλος μόνη της
και καθαρή.
— Τα σπίτια μας πύργοι και κατοικίες.
— Στα οροπέδια τα πράσινα κυνηγοί.
— Μετά παντρευτήκαμε. Τακτοποιήσαμε
δωμάτια ύπνου και φαγητού, ξενώνες
γιατί είχαμε πολιτισμό, δηλαδή κατανόηση.
Σκοτώθηκε λοιπόν ο γέρος Αντίγονος,
ο μονόφθαλμος Αντίγονός μας σκοτώθηκε στην Ιψό;
Ο θάνατος είναι ένας μαύρος κύκνος.
Μας μεταφέρει ο θάνατος, ο μαύρος κύκνος
πέρα από της Ενοχής μας την Άθροιση.
Ω τριανταέξι δαίμονες που το κυβερνάτε
και προστατεύετε τα τριανταέξι οργανικά
του σώματός σας διαμερίσματα, ω σεις
τριανταέξι δαίμονές μου, σας παρακαλώ,
να επιβλέψετε καλά με τη φροντίδα σας
τη λειτουργία των τριανταέξι σημαντικών μας
σημείων. Σας παρακαλώ όπως ένας παλαιός Αιγύπτιος.
Κλέβει ο πολύς ήλιος το σκοτάδι μας και το σώμα μας μεγαλώνει.
Πολλαπλασιαζόμαστε σε εικόνες άπειρες, όπως με την ανακάλυψη
του αρότρου πολλαπλασιάστηκεν ο σπόρος.
Το χώμα μας, Κύριοι, είναι Θεατρικό.
Περάστε να πληρώσετε την ποινή σας, Κύριοι,
στην τράπεζα των Ποινών.
Κατασκευάζουμε τα υλικά των καθρεφτών
και τα γεμίζουμε κι εμείς είδωλα.
Κύριοι, το ζώο μάς προμηθεύει το θάνατο,
για να σκεπάζουμε τη γέννησή μας ο Θεός ανακάλυψε
το θάνατο, όπως εμείς βρήκαμε το αλέτρι και τον τροχό
για ν’ αποθηκεύουμε σε αμφορείς το μικρό και το
μεγάλο θάνατο.
Χρυσόψαρο του Θεού είσαι, ω καλή ψυχή μου.
Μια γυάλα σχημάτισε ο Θεός, το σώμα μας
και το απομόνωσε αφήνοντας λίγη
διαφάνεια
να θυμόμαστε αμυδρά την πατρίδα μας.
— Αδειάζουν τη δύναμή τους τα ρόδα.
Το σκοτεινό νερό τη ρίζα τρέφει.
— Κουβαλούσαμε τα στρατιωτικά μας ενδύματα
εικόνες από δέντρα πράσινα.
Καταστρέφαμε τα χωράφια, τα σπίτια και τα καταστήματα.
Το σκοτεινό νερό τη ρίζα τρέφει.
— Το ένα λουλούδι σβήνει και μαδεί,
το άλλο τη θέση του παίρνει κι απαντά.
Το σκοτεινό νερό τη ρίζα τρέφει.
— Φενάκες πουλώ, φενάκες πουλώ,
φώναζεν ο πρώτος Άγγελος
κι έρχονταν οι ψυχές
κι έπαιρναν τις ορισμένες τους στολές
και τις ανάλογες περούκες.
— Τα κύματα σαν ξεκινούν από τη μέση του πελάγους
δε φτάνουν ως την ακρογιαλιά;
Τον όμορφό της, τον Ωρίωνα
η καλή μας Αυγή πολύ αγαπά
κάθε μέρα τον συναντά.
Ντύνεται ο ένας μέσα στον άλλον
μέσα στον υπνόσακό τους.
Δεν είναι ο θαλασσινός αγέρας
γεμάτος από πρασινωπό, ευωδάτο φύκι;
Τον όμορφό της τον Ωρίωνα η καλή μας
Αυγή δεν αγαπά;
Δεν πηγαίνει, δεν τον συναντά
στον κοινό τους υπνόσακο τώρα πια;
Μήπως έπαψε να τον αγαπά;
— Είμαι ένας Λαβυρίνθιος
— Το χορό του Λαβυρίνθου μας χορεύω και λυτρώνομαι.
— Χορεύουμε το Λαβυρίνθιο χορό μας
κι έτσι βγαίνουμε από το Λαβύρινθό μας.
— Κάποτε ο πολυμήχανος Οδυσσέας τύφλωσε τον Κύκλωπα
κλεισμένος στη σπηλιά του
τότε που γύριζε από την Τροία.
Κάποτε ο πολυμήχανος Οδυσσέας
αγαπούσε την Κίρκη και την Καλυψώ.
— Μας άφηνε κι ο τελευταίος ήχος των κουπιών.
— Τέσσερα φτερά, χωρισμένα τέσσερα φτερά
στο έδαφος πεσμένα,
στο έδαφος πεσμένα,
χωρίς το σκουλήκι τους,
τέσσερα φτερά. Είμαι Λαβυρίνθιος.
— Διανέμεται ο Θεός σε μερίδια θυσίας.
Καλπάζει ο κάμπος με αμιλλώμενες οπλές
κι είναι ένα κόκκινο πουλί ταχύ,
πολύ ταχύ κάθε αστραπή. Είμαι
Λαβυρίνθιος.
— Ζούσε ο Κυπάρισσος, πανέμορφο αγόρι
κάποτε στα βουνά.
— Μ’ ένα ελάφι συντροφιά.
— Μαζί περνούσανε τα ξέφωτα.
Κάποτε κοιμόταν στη σκιά κι όπως ξύπνησε
πέρασε για αγρίμι το ελάφι του,
το καλό το ελάφι του και το σκότωσε
και τώρα κλαίει ο καλός μας
Κυπάρισσος πάνω στα βουνά.
Στηρίζεται το τραγούδι του δάσους
στη δροσιά της ρίζας του.
Το σκοτεινό νερό τη ρίζα τρέφει
και τον ουρανό,
το σκοτεινό τρέφει το νερό.
— Είναι ο θάνατος ένας δρόμος, μια καλή αντλία
καινούριων άλλων επιθυμιών.
Ένας δρόμος είναι ο θάνατος.
— Να ζωγραφίσουμε το ζώο.
— Να μαγέψουμε το ζώο.
— Προσοχή, μη σβήσουμε μέσα στην τόση νύχτα
την καλή, τη θερμαντική μας φωτιά.
Προσοχή, μη τη σβήσουμε
την καλή μας τη θερμαντική φωτιά, γιατί
είμαστε όλοι μας πολύ Λαβυρίνθιοι.
Μέσα στο χορό της φωτιάς
ελευθερωνόμαστε σιγά-σιγά εμείς
οι Λαβυρίνθιοι.
— Είμαστε όλοι μας Λαβυρίνθιοι.
— Καταλάβατε, λοιπόν, τι θα ειπεί
να είμαστε Λαβυρίνθιοι;
Από τη συλλογή Λαβυρίνθιοι (1974)