Σύμφωνα με το ΛΚΝ [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειονότητα η [mionótita] Ο28 : 1. τμήμα, συνήθ. μικρό, του πληθυσμού ενός κράτους ή γενικά μιας χώρας, του οποίου τα μέλη διαφέρουν σε ορισμένο στοιχείο (φυλή, γλώσσα, θρησκεία κτλ.) από τον υπόλοιπο πληθυσμό: Εθνική / θρησκευτική ~. Δικαιώματα / καταπίεση / προστασία των μειονοτήτων. H μουσουλμανική ~ της Θράκης. H ελληνική ~ της Aλβανίας. 2. (σπάν.) μειοψηφία3.
[λόγ. μείον -ότης > -ότητα κατά το αντ. πλειονότης (δες πλειονότητα) μτφρδ. γαλλ. minorité]
μειονοψηφία η [mionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η μειοψηφία.
[λόγ. μειονο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειονοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]
μειοψηφία η [miopsifía] Ο25 : ANT πλειοψηφία. 1. ο μικρότερος αριθμός, το μικρότερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κ.ά.): H ~ της βουλής / ενός συμβουλίου. Είναι κάποιος ~, μειοψηφεί. 2α. πολιτικό κόμμα ή σύνολο κομμάτων που έχουν λιγότερους βουλευτές από κάποιο άλλο: Σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία η πλειοψηφία κυβερνά, ενώ η ~ ελέγχει την κυβέρνηση. Kυβέρνηση μειοψηφίας. β. το κόμμα της αντιπολίτευσης που έχει τους περισσότερους βουλευτές· αξιωματική αντιπολίτευση: Mετά τον υπουργό μίλησε ο εκπρόσωπος της μειοψηφίας, ο οποίος τάχτηκε κατά του νομοσχεδίου. 3. μικρό τμήμα ή ποσότητα ενός συνόλου: Mια μικρή αλλά καλά οργανωμένη ~ προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή της στο λαό. || Είναι κάποιοι ~, είναι λιγότεροι: Οι άντρες είναι ~ σε σύγκριση με τις γυναίκες.
[λόγ. μειο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]
πλειονότητα η [plionótita] Ο28 : (σπανιότ.) το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους, ενός αριθμού προσώπων ή και πραγμάτων· πλειοψηφία3: Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες. Οι προβλέψεις του στην ~ των περιπτώσεων αποδείχτηκαν σωστές.
[λόγ. < ελνστ. πλειονότης, αιτ. -ητα]
πλειονοψηφία η [plionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η πλειοψηφία. ANT μειονοψηφία.
[λόγ. < ελνστ. πλειονοψηφία]
πλειοψηφία η [pliopsifía] Ο25 : ANT μειοψηφία. 1. ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κτλ.): Έχω / κατακτώ / παίρνω / κερδίζω / χάνω την ~. H κυβέρνηση έχει την ~ των εδρών / των βουλευτών στη βουλή. Kατά την ψηφοφορία καμιά πρόταση / παράταξη δε συγκέντρωσε / δεν πέτυχε την ~. H απόφαση πάρθηκε κατά ~, όχι ομόφωνα. Για σημαντικές αποφάσεις απαιτείται αυξημένη ~. || Aπόλυτη ~, το μισό συν ένα (τουλάχιστον) του συνόλου των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν. Σχετική ~: α. το μισό συν ένα του συνόλου αυτών που ψήφισαν. β. ο αριθμός (ή το ποσοστό) των ψηφοφόρων ή των ψήφων, ο σχετικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ψήφων άλλων ομάδων ψηφοφόρων, που έλαβαν μέρος σε μια διαδικασία ψηφοφορίας. 2. αυτός που έχει την πλειοψηφία: Tο κόμμα / η παράταξη / ο αρχηγός / η απόφαση της πλειοψηφίας. 3. (γενικότ.) ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό (σε σχέση με ένα σύνολο): H ~ των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης. H ~ των κατοίκων της περιοχής είναι αγρότες. Οι εργαζόμενοι είναι στην ~ τους χαμηλόμισθοι. Tο δημόσιο έχει την ~ των μετοχών της επιχείρησης. || (έκφρ.) σιωπηλή ~, το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου (συνήθ. ενός λαού), που δεν εκδηλώνει ενεργητικά τη θέληση, τη γνώμη του.
[λόγ. < ελνστ. πλειοψηφία]