without parallel → άνευ προηγουμένου, δεν έχει προηγούμενο, χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανής, πρωτάκουστος, πρωτόγνωρος, καινοφανής, πρωτοφάνερος, πρωτοφανέρωτος, πρωτόφαντος, δεν ξανάγινε

 

Search Tools