Ιωάννης Τσιουράκης: Τι τάχα ν’ αποχαιρετούσα;
Κρατώ με μιαν αλυσίδα το πέλαγο, κρατώ ένα όνειρο και ταξιδεύω.
Τώρα, που φύγανε οι παραθεριστές του καλοκαιριού κι απέμειναν οι ταξιδευτές του Σεπτέμβρη, μ’ ένα ψάθινο καπέλο στο χέρι και το αεράκι τ’ απαλό στα μαλλιά.
Οι πιο τρυφερές σκέψεις παίρνουν ένα ξύλινο καθισματάκι και στρογγυλοκάθονται στην ψυχή.
Προσμένουν κέρασμα γλυκό του κουταλιού και δροσερό πηγής νερό.
Προσμένουν έναν λόγο τρυφερό που καθώς όμως φθάνει σέρνει πίσω του τη λύπη.
Πήρα τα βήματά μου.
Στάθηκα πάνω στον καταπέλτη του πλοίου σαν γι’ αποχαιρετισμό.
Κι αλίμονο, τι τάχα ν’ αποχαιρετούσα;
Από τη συλλογή Ήχος Πλάγιος. Μόνος... (2008)