Πολύ ωραία Βασίλη!
Υπάρχει βέβαια και το
Πλαθολόγιο λέξεων του Λύο Καλοβυρνά. (Εκδόσεις Οξύ νομίζω αλλά έχει εξαντληθεί και θα ξαναβγεί από τις εκδόσεις Περίπλους).
ΔεγράφυλοςΟ στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας παρότι έχουν πάψει από καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει να γράψουμε κάτι στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία πιάνουμε δεγράφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε. Παραδόξως όμως δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους.
ΠοιανουλέφωνοΆγνωστα τηλέφωνα που ανακαλύπτουμε στην ατζέντα μας ή στο οργκανάιζερ και που αδυνατούμε να θυμηθούμε ποιανού είναι. «Η Όλγα μπήκε στον πειρασμό να καλέσει το ποιανουλέφωνο και να ρωτήσει ποιον πήρε, αλλά τελικά επικράτησε η λογική και ο φόβος μη γίνει ρεζίλι».
αγκωνικήπαραδοσιακή, εφαρμοσμένη τέχνη η οποία συνίσταται σε μικρές, δειλές κινήσεις που κάνουν δύο άτομα με στόχο να χωρέσουν ο καθένας το μπράτσο του πάνω στο ένα και μοναδικό στήριγμα καρέκλας στο σινεμά, στα ΚΤΕΛ ή στα αεροπλάνα·
αθλιόφυτοδιακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους δημόσιας χρήσης που κανείς δεν φροντίζει και γι' αυτό έχει τα μαύρα του τα χάλια. Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα·
απλυτήριτο ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στον νεροχύτη για να πίνουμε νερό, ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά [...]·
αρρωστιονισμόςτο να ανακοινώνεις εις επήκοον όλων τις ιατρικές παθήσεις σου και να προσπαθείς να πείσεις τους άλλους πόσο σοβαρότερες είναι οι δικές σου και πόσο πιο φριχτά υποφέρεις [...]·
ξυπνοκοιμίζωξυπνάω κάποιον που κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, στον καναπέ, στην πολυθρόνα, για να του πω ότι είναι ώρα να πάει για ύπνο·
πουπήγιοοποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.ά.) αφαιρώ από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζω, το οποίο μου πέφτει από τα χέρια και μετά περνάω το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό, όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρω·
ψυγγιές, οιοι φωνές του περιπτερά να κλείσεις το ψυγείο·
ωραναφευγία, ηόταν βιάζεσαι αλλά έχεις μπλέξει με κάποιον, ο οποίος σε έχει τρελάνει στην πάρλα και προσπαθείς να τον διακόψεις, ψάχνοντας μάταια να προλάβεις τα απειροελάχιστα κενά ανάμεσα στη λογοδιάρροιά του, ώστε να πεις: «Ώρα να φεύγω τώρα».
ηχωμάραη αυθόρμητη τάση να φωνάξεις κάτι χαζό ή άναρθρο όταν κάποιος σου εφιστά την προσοχή ότι εκεί που βρίσκεστε έχει ηχώ·
κοτευγάριτο ευτυχισμένο ζευγάρι συζύγων ή εραστών με τις καλύτερες προοπτικές μακρόβιας συνύπαρξης η οποία βασίζεται στο ότι τους αρέσει να τρώνε διαφορετικά κομμάτια του κοτόπουλου...
αμμούμπαο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ' όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του
ΣυνδέσειςΣυνέντευξη με τον Λύο ΚαλοβυρνάΆρθρο του Γιάννη Χάρη στα Νέα