κάτσιασμα → stunting, stunting the growth, overcaressing, overfondling
κατσιάζω → get stunted, become stunted, get scrubby, wither, stunt the growth, smother, smother with caresses, stifle with caressesκατσιάζω, ρ. [<κατσί + κατάλ. -ιάζω], κατσιάζω.
1α. κάνω κάποιον να χάσει τη ζωντάνια του, τη ζωηρότητά του από τα υπερβολικά χάδια: «άσε, επιτέλους, ήσυχο το παιδί και πάψε να το χαϊδεύεις, γιατί θα το κατσιάσεις!».
β. χάνω τη ζωντάνια μου, τη ζωηρότητά μου από τα υπερβολικά χάδια κάποιου ή κάποιων: «κάθε φορά που πηγαίνω στη γιαγιά μου, με κατσιάζει με τα χάδια της || τι το κάνετε πια και το κατσιάσατε αυτό το παιδί! ».
2. πέφτω σε μαρασμό: «μετά τα εξήντα, αρχίζει και κατσιάζει ο άνθρωπος».
—
Γεώργιος Κάτος:
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας κάτσιασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. κατσιάζω + κατάλ. -μα], το αποτέλεσμα του κατσιάζω: «για δέστε κάτσιασμα που έχει το παιδί απ' τα χάδια σας!».
—
Γεώργιος Κάτος:
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας