Translation - Μετάφραση

Translation Assistance => Greek monolingual forum => Topic started by: spiros on 07 Feb, 2011, 20:15:31

Title: παρέχω, παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε (αντί για παράσχει, παράσχουν, παράσχουμε, παράσχετε);
Post by: spiros on 07 Feb, 2011, 20:15:31
παρέχω, παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε (αντί για παράσχει, παράσχουν, παράσχουμε, παράσχετε);

Είναι συγκλονιστική η συχνότητα χρήσης των ανύπαρκτων τύπων: παρέξει, παρέξουν, παρέξουμε, παρέξετε. Φυσικά μας θυμίζει τον εξίσου εσφαλμένο τύπο παράξω (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6484.0) (αναλυτικά οι χρόνοι του ρήματος παράγω (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=119422.0)).

παρέχω [paréxo] -ομαι P πρτ. παρείχα, αόρ. γ' πρόσ. παρέσχε, παρέσχεσαν, απαρέμφ. παράσχει, παθ. αόρ. παρασχέθηκα, απαρέμφ. παρασχεθεί : δίνω, προσφέρω, προμηθεύω, εξασφαλίζω κτ. σε κπ.: ~ υποστήριξη / ευκαιρίες / διευκολύνσεις / εφόδια / υπηρεσίες / διαβεβαίωση / εγγυήσεις. O μισθός του του παρέχει τη δυνατότητα να ζει άνετα. Tο IKA παρέχει στους ασφαλισμένους του ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στον τραυματία παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στον τουρισμό οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι συχνά χαμηλής ποιότητας. [λόγ. < αρχ. παρέχω]
ΛΚΝ

Για να δούμε όμως το ρήμα αναλυτικά:
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρέχωπαρέχουμε & παρέχομε διαλ.
Βπαρέχειςπαρέχετε
Γπαρέχειπαρέχουν & παρέχουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπάρεχεπαρέχετε
Ενεστώτας-Μετοχήπαρέχοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρείχαπαρείχαμε
Βπαρείχεςπαρείχατε
Γπαρείχεπαρείχαν & παρείχανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαράσχωπαράσχουμε & παράσχομε διαλ.
Βπαράσχειςπαράσχετε
Γπαράσχειπαράσχουν & παράσχουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαράσχετε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαράσχει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρείχαπαρείχαμε
Βπαρείχεςπαρείχατε
Γπαρείχεπαρείχαν & παρείχανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρέχομαιπαρεχόμαστε
Βπαρέχεσαιπαρέχεστε & παρεχόσαστε προφ.
Γπαρέχεταιπαρέχονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαρέχεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπαρεχόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρασχέθηκαπαρασχεθήκαμε
Βπαρασχέθηκεςπαρασχεθήκατε
Γπαρασχέθηκεπαρασχέθηκαν & παρασχεθήκαν προφ.  & παρασχεθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρασχεθώπαρασχεθούμε
Βπαρασχεθείςπαρασχεθείτε
Γπαρασχεθείπαρασχεθούν & παρασχεθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαρασχεθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαρασχεθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρεχόμουν & παρεχόμουνα προφ. παρεχόμασταν & παρεχόμαστε
Βπαρεχόσουν & παρεχόσουνα προφ. παρεχόσασταν & παρεχόσαστε προφ.
Γπαρεχόταν & παρεχότανε προφ. παρέχονταν & παρεχόντανε προφ.  & παρεχόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπαρεσχημένος λόγ.
Λεξισκόπιο: παρέχω | Neurolingo (http://www.neurolingo.gr/online_tools/lexiscope.htm?term=%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AD%CF%87%CF%89)
Title: Re: παρέχω, παρέξει, παρέξουν (αντί για παράσχει, παράσχουν);
Post by: Frederique on 07 Feb, 2011, 20:24:37
Ευχαριστούμε Σπύρο. Πολύ χρήσιμο και ειδικά για τους αλλοδαπούς φίλους των ελληνικών!

Να ρωτήσω το εξής: [μου λείπουν δύο] :-) Ελάττωμα που παραδέχομαι: Δεν μου αρέσουν οι κουρεμένες λέξεις όταν δεν τις γνωρίζω.
διαλ. = ;
προφ. = προφορικά
λόγ. = ;
Title: Re: παρέχω, παρέξει, παρέξουν (αντί για παράσχει, παράσχουν);
Post by: spiros on 07 Feb, 2011, 20:29:49
Mouse over στη συντομογραφία.
Title: Re: παρέχω, παρέξει, παρέξουν (αντί για παράσχει, παράσχουν);
Post by: Frederique on 07 Feb, 2011, 20:33:44
ΟΚ. Να είσαι καλά!