ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παρέχω | παρέχουμε & παρέχομε διαλ. | Β | παρέχεις | παρέχετε | Γ | παρέχει | παρέχουν & παρέχουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική | | Ενικός | Πληθυντικός | Β | πάρεχε | παρέχετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | παρέχοντας |
Αόριστος-Οριστική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παρείχα | παρείχαμε | Β | παρείχες | παρείχατε | Γ | παρείχε | παρείχαν & παρείχανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παράσχω | παράσχουμε & παράσχομε διαλ. | Β | παράσχεις | παράσχετε | Γ | παράσχει | παράσχουν & παράσχουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική | |
Αόριστος-Απαρέμφατο | παράσχει |
Παρατατικός-Οριστική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παρείχα | παρείχαμε | Β | παρείχες | παρείχατε | Γ | παρείχε | παρείχαν & παρείχανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παρέχομαι | παρεχόμαστε | Β | παρέχεσαι | παρέχεστε & παρεχόσαστε προφ. | Γ | παρέχεται | παρέχονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική | |
Ενεστώτας-Μετοχή | παρεχόμενος |
Αόριστος-Οριστική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παρασχέθηκα | παρασχεθήκαμε | Β | παρασχέθηκες | παρασχεθήκατε | Γ | παρασχέθηκε | παρασχέθηκαν & παρασχεθήκαν προφ. & παρασχεθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παρασχεθώ | παρασχεθούμε | Β | παρασχεθείς | παρασχεθείτε | Γ | παρασχεθεί | παρασχεθούν & παρασχεθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική | |
Αόριστος-Απαρέμφατο | παρασχεθεί |
Παρατατικός-Οριστική | | Ενικός | Πληθυντικός | Α | παρεχόμουν & παρεχόμουνα προφ. | παρεχόμασταν & παρεχόμαστε | Β | παρεχόσουν & παρεχόσουνα προφ. | παρεχόσασταν & παρεχόσαστε προφ. | Γ | παρεχόταν & παρεχότανε προφ. | παρέχονταν & παρεχόντανε προφ. & παρεχόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | παρεσχημένος λόγ. |
Λεξισκόπιο: παρέχω | Neurolingo (http://www.neurolingo.gr/online_tools/lexiscope.htm?term=%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AD%CF%87%CF%89)