Πριν λίγο καιρό είχα μια διαφωνία με έναν φίλο για την ορθή γραφή του ρήματος, αλλά και για τον τρόπο που το χρησιμοποιούμε σήμερα στις συνομιλίες μας.
Εψαξα σε κάτι λεξικά Αρχαίων Ελληνικών, αλλά και στη σχολική Γραμματική του Τριανταφυλλίδη όπου και το αναφέρει στο Επίμετρο στον πίνακα των ανωμάλων ρημάτων.Βρήκα ότι και οι δύο τύποι είναι σωστοί, αλλά σίγουρα είναι λάθος η ανάποδη γραφή ίδομεν/είδωμεν που συναντάται συχνά και σε πολλές σελίδες στο διαδίκτυο.
Ακόμα κι έτσι, όμως, τελικά δεν είναι σωστή η χρήση ούτε του ενός ούτε του άλλου τύπου για την περίπτωση που συνήθως το χρησιμοποιούμε. Δηλαδή, θέλοντας να πούμε... "βλέπουμε" ή "θα δούμε (τι θα γίνει)", λέμε "είδομεν" ή "ίδωμεν", ενώ κανονικά θα έπρεπε να λέμε "οψόμεθα". Αυτό το τελευταίο μου το είπε μία συνάδελφος και από ό,τι κατάλαβα η διαφορά των τριών τύπων έγκειται στη σημασία του καθενός.
Αν λοιπόν χρησιμοποιούμε το "οψόμεθα" όταν θέλουμε να πούμε "θα δούμε (τι θα γίνει)" ή "βλέπουμε (τι θα γίνει)" ή "για να δούμε (τι θα γίνει στο μέλλον)", οι άλλοι τύποι πότε χρησιμοποιούνται και γιατί;
*edit: Στο Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του Παν. Ε. Γιαννακόπουλου, εκδ.Πελεκάνος βρήκα ότι και οι τρεις τύποι ανήκουν στο ρήμα "οράω-ώ" (=βλέπω, παρατηρώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, προσέχω), αλλά σε διαφορετικές εγκλίσεις. Συγκεκριμένα ο τύπος "είδομεν" είναι α' πληθ. Οριστική Αορίστου Β', ο τύπος "ίδωμεν" είναι α' πληθ. Υποτακτική Αορίστου Β' και ο τύπος "οψόμεθα" είναι α' πληθ. Οριστική Μέλλοντα.
Στο "Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν" Δ. Δημητράκου βρήκα πολλά και διάφορα ψάχνοντας για ό,τι σχετικό με τους παραπάνω ρηματικούς τύπους και μάλλον μπερδεύτηκα πάλι. :s
Στη σελίδα 991, στο λήμμα "οίδα" αναφέρεται ότι ο τύπος "είδομεν" είναι Υποτακτική του ρήματος "είδω"* και κλίνεται ως εξής: ειδώ (κ. ειδέω κ. ιδέω κ. είδω), ειδής, ειδή, ειδώμεν (είδομεν), ειδήτε (είδετε), ειδώσι.
*αρχ.ενεστ. αντί του οποίου εν χρήσει το ορώ ή βλέπω, 1 βλέπω, θεώμαι, Υποτακτική: ίδω/ ίδωμι,
2 μεσ. κοιτάζω, επιτηρώ, φυλάσσω... 8 ορώμαι, φαίνομαι, μεσ. είδομαι κ. εείδεται, Αόριστος: εισάμην