Γιώργος Χουλιάρας, Αυτό που περισσεύει
[Ενότητα Επίγραμμα]
Στο τέλος όλα κρίνονται, του λένε.
Τη μάνα του όμως θυμάται
να τον κυνηγά μικρό
Έπειτα μέρες γιορτών
το πήγαινε έλα των μεγάλων σε δωμάτια στολισμένα
Μια εποχή που πλάταιναν οι δρόμοι
από τα έξοχα σούρτα φέρτα
των κοριτσιών στις εκδρομές
Τότε που ο κόσμος ακόμη μάθαινε γράμματα
καλλιεργώντας τα ονόματα των φυτών
Ενώ εκείνος στην πυκνή φυλλωσιά των σελίδων
όπου κρυβόταν αποκλείοντας τον ήλιο
μια φράση ανακάλυψε που τον συνεπήρε
και κύλησε μαζί της γλιστρώντας
στις αγέραστες ρυτίδες λευκής κολόνας
τυλιγμένης στο αρχαίο αμπέλι
που για να σώσει την σταφίδα του
με πολλές στροφές ζάρωσε
την ευθεία παλαιάς εθνικής οδού
Στριφογυρίζοντας ακόμη πάνω της
και όσο κινδύνευε να χαθεί
τόσο πιο κοντά της ερχόταν
Χρόνια υπόγεια πλημμυρισμένα στόματα
σε πνιγηρό αέρα αδιαφορώντας
για μια θάλασσα ανάλατη από τις βροχές
καθώς ακατανόητα απομακρύνθηκαν φίλοι
που ευλογία ή κατάρα τους πήρε την φωνή
και λέξεις ξένες φύτρωσαν στην γλώσσα τους
Ύστερα μέρες ανιαρές, ανίατες
αναπηρίας και δόξας
Στο τέλος, του λένε, τότε όλα κρίνονται
όμως εκείνος θυμάται την αρχή
και τα καθέκαστά της
Ας ξέχασε όσα διάβασε
σε πρόσωπα ανεξίτηλα ή βιβλία
και αν έγραψε, τα όσα το ’30
η γενιά του έγραψε
κάτω από πέτρες που ανασήκωσε
σκαλίζοντας το ξεραμένο αμπέλι
αναζητώντας μία γραφή πιο υγρή
δροσερότερη από το νερό
Πού επομένως βρίσκεται, στο τέλος ή στην αρχή
αυτό που περισσεύει
και σε ποιον ανήκουν όσα θυμάμαι
τα λίγα αυτά τα λόγια
Από τη συλλογή Γράμμα (1995)