β Τη ζωή που σου ταιριάζει να ζητάς όσο κι αν σου στοιχίζει αυτή είναι η ευχή της γης που ξέρει τι σημαίνει γέννα και τι επιστροφή ό,τι είναι φριχτό γεννάει τη σπορά του όσα άγγιξαν τον πρώτο πυρήνα του αίματος παλαιά και καινούρια θροΐζουν κάθε τόσο γίνονται ανερμήνευτη γραφή μας καθηλώνουν (για πάντα;) στον δικό τους χρόνο. Άφησε την Αριάδνη να πλέκει με το πολύχρωμο κουβάρι της όνειρα μαγκάλια του χειμώνα σ’ ένα μισογκρεμισμένο λαβύρινθο περιμένει, βλέπεις, μάταια την ιστορία να γυρίσει. Μέσα μας μια αόρατη γραμμή (συχνά πέφτω πάνω της, τρομάζω) θαρρείς κλείνει το δρόμο από τον θάνατο της σελήνης στη γέννηση του ανθρώπου το ίδιο κατακόκκινο αίνιγμα όλο δικό σου για πάντα. | β' Όταν απ’ τα βάθη του ορίζοντα ανάβει ξαφνικά ένα φως σαν τη λύση στο αίνιγμα της ζωής σου που τόσο επίμονα γυρεύεις η λύση στο καινούριο αίνιγμα γυρίζω το βλέμμα κι όλα μεταβάλλονται η δωρεά αλλού χαρίζεται είναι υπόθεση μιας στιγμής το σύμπαν τελεί και συν-τελείται. Οι μεγάλες αλήθειες που απαγγέλλει η σιωπή τυλίγονται με το ίσως να μην είναι κι έτσι και τις παίρνει ο ύπνος άντε να περιμένεις πάλι το ξημέρωμα όμως εσύ είσαι σπηλιά –φοβάσαι;– στο σκοτάδι σου όλα αρχίζουν κι όλα επιστρέφουν εκεί. |
δ Σκιά και μ’ ακολουθεί σε κάθε βήμα μολυβένια φτερούγα τρομερή σαν άγγιγμα αγγέλου προσπερνάω, δεν θέλω να γνωρίζω όμως κάθε φορά που η ζωή κρέμεται από μια φωτεινή κλωστή κι η λάμψη της στιγμής κατατρώει τον χρόνο η σκιά μεγαλώνει πάει ν’ αγγίξει ό,τι αγαπάω λευκό το αφήνω το χαρτί, τ’ άλλο πρωί λευκότερο. Φοβάμαι θα φορέσω κι εγώ τον σκοτεινό χιτώνα όπως η μητέρα τόσες φορές όπως η μητέρα της μητέρας με ρόδια, λινάρι και στάχυα όλο και συχνότερα πια ιέρεια του κύκλου η τελική σφραγίδα στο διαβατήριο για το άλλο ταξίδι. – Κι ύστερα; Νίβεις τα χέρια σου που ’δωσαν του θανάτου δώρο; – Και το αντίδωρο; Μπορεί η γεύση του ανεπανόρθωτου δίχως εξαγορά καμία –δεν είναι λίγο– ό,τι δεν σήπεται για λίγο θα σταθμεύσει σε δυο μέτρα γης την ίδια στιγμή η έναρξη του άλλου κύκλου –ο τρόμος και η λύτρωση– εδώ απομένει τίποτα ένας αριθμός στη στατιστική για τους ιστορικούς του μέλλοντος η συνέχεια. | δ' Φυσάει απόψε σαν να τρομάζουν οι ψυχές σαν να γυρεύουν να μιλήσουν τα μυστικά που καίγονται στη λάμψη μιας στιγμής. Βάλε τ’ αστέρια στο παράθυρο λήθη την αυγή η πορφυρή άμμος θα σκορπίσει. Κάπως έτσι απολύεσαι αίφνης εκ του κόσμου χωρίς αποζημίωση με άφθονους ανοιχτούς λογαριασμούς ποιος θα πληρώσει; Κι οι θυγατέρες του αγέρα δεν σε περιμένουν πια σειρήνα κι άγγελο σύντροφο ήχο στων ανθρώπων τα έργα. Τι θα απομείνει από σένα; Ένα σφύριγμα του αέρα, κάτι σαν αιώνιο «παρόν» ή;... Μόνο τα δέντρα μένουν κι αυτά όχι για πάντα με τα σχέδια του χρόνου φυλαγμένα στον σπόρο τα δέντρα κατέχουν αλλά δεν μιλούν όσο κι αν προσπαθείς τίποτα δεν γνωρίζεις. Μόνο ένα πείσμα μένει η ζωή έξω από το κέλυφος του μύθου ποντάρει την κάθε στιγμή όλα εδώ κι όλα για μία φορά. Ναι, μητέρα εσύ είχες το δίκιο «το μερακλίδικο πουλί ποτέ φωλιά δεν κάνει έτσι θα βασανίζεται... μέχρι που να...» εσύ είχες εγώ δεν ει... (αλήθεια πότε πεθαίνουν οι προσωπικές αντωνυμίες;) |
α Εδώ σε θέλω πώς κάνεις τώρα την αρχή πώς παίρνεις το ρίσκο να κινήσεις επιτέλους για το σπίτι με την πίστη αυτή τη φορά πως θα το βρεις ανυποχώρητη η γυναίκα πάντα μένει εκεί φέρει τα βέλη του φεγγαριού στα κύτταρα χαραγμένο των αιώνων το πέρασμα η εστία, η έμπνευση, η ηδονή η δίχως ενοχή δημιουργία. Όσο γι’ αυτά που λένε για συνθήκες αντίξοες για τη φθορά της καθημερινότητας για την αμφίβολη ροή των πραγμάτων στην περίπτωσή μας δεν είναι παρά παιχνίδια του μυαλού για να βρεθείς απ’ άλλο δρόμο «τεκμηριωμένο» στο οικείο κι αμετάβλητο για άλλη μια φορά. Εδώ σε θέλω, το αντέχεις; | α' Η αρχή έχει γίνει σε μιαν ασύλληπτη στιγμή τότε που τέτοιου είδους ερωτήματα δεν τα υποψιαζόμασταν καν ό,τι ακολουθεί είναι η σοφή της συνέχεια αμφίσημη όλο παράξενα συναπαντήματα –αυτό που αποκαλείς τυχαίο– σε μια προσπάθεια να πειστείς κι εσύ ότι υπάρχει. Όλα ωριμάζουν αργά οι στίχοι, τα μεγάλα ταξίδια κι η αγάπη στους νευρώνες διαγράφουν με ακρίβεια την τροχιά τους κάποτε θα σε φέρουν πάλι στην αρχή. Τότε η γυναίκα θα πάρει το τόξο και τα βέλη της θα βγει να σημαδεύει φως μελί σαν αυτό που φέρνει ο αέρας απόψε απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο. |
ε Κάποτε σ’ αιφνιδιάζει ο χρόνος με τις ελεύθερες πτώσεις του ανοίγει πέρασμα το περίγραμμα του νεκρού θεού απαγχονισμένο δέντρο σμιλεύεται και σβήνει με το ναι και το όχι του φωτός. Είναι η στιγμή που βλέπεις πόσα ψέματα μετρήσαν τη ζωή σου και βγήκε λειψή. Χάθηκε η επαφή, ζητάς ν’ ακυρωθείς για να υπάρξεις όπερ άτοπον. Απόψε η φωνή πιάνεται στο ρήγμα της ψυχής η μνήμη φως εξ ακανθών και ας χιονίζει λεύκες σ’ ολόκληρη την πόλη χιλιόμετρα πιο πέρα σε μια άλλη πόλη χιονίζει φωτιά σε μια νεφέλη ο χρόνος διχάζεται: η ψυχή παροπλισμένη δεν λαμβάνει πια τα μηνύματα. | ε' Όταν λείπει το ζωτικό κέντρο τι περιμένεις η ύπαρξη ξερνάει σκουριά λερώνει όποιον την αγγίξει. Το κεράκι της Ανάστασης αρνήθηκε στο σπίτι του το φως αντιστέκεται κι ο αέρας αγγελίζει έαρ φιλέρημο κάπου υπάρχεις εσύ ο δημιουργός του ανέφικτου πόσο δρόμο έχω ακόμη κι αν σε βρω ύβρις η σιωπή ενώπιον της αγάπης κι η σπατάλη της δωρεάς έλεος δεν βρίσκει. Όλα στο σύμπαν καταγράφονται πορεύονται, μεταλλάσσονται όμως υπάρχουν αίφνης θα τα βρεις πάλι μπροστά σου. |
ζ Ρόδινο, ρόδινο αγέρι ο τρόμος της ομορφιάς και του πηγαίου πόθου είναι ναός και είναι σπίτι τα κεντήματα της μητέρας το κόκκινο μεταξωτό μαντίλι της γιαγιάς η τέφρα των ονείρων περνάω δειλά το κατώφλι κι όλα θρύψαλα χρωματιστό γυαλί κλείνω τα μάτια βλέπω το μισογκρεμισμένο σπίτι με τα μεγάλα φωτεινά παράθυρα (όχι αυτή φορά δεν κάνω λάθος) έτοιμο να σαλπάρει ένας άγνωστος μου φράζει τον δρόμο: «Τα δωμάτια με θέα είναι κλεισμένα», λέει. – Κι η Αριάδνη; – Δεν μένει πια εδώ. Ταξιδεύει. – Πού θα τη βρω; – ;... Τώρα στη θέση του σπιτιού έπεσε ένα αστέρι κι εγώ ούτε μια ευχή. | ζ' Ό,τι σ’ αναζητά σε βρίσκει φτιάχνει τον ιστό του μέσα σου με υπομονή ανέγγιχτο απ’ του χρόνου τα πατήματα ζει με ήχους νερά και χρώματα του αγέρα την άλλη διάσταση της ζωής σου μ’ αυτήν αναμετριέται η αγάπη. Ό,τι αναζητάς ποτέ δεν βρίσκεις αν δεν φιλιώσεις με κείνη την άγνωστη μέσα σου φύλο φεγγαριού μόνη εκείνη εγγράφει στο σώμα σου κύκλους αλάθητους που σε διατρέχουν το σπίτι όλο και μακραίνει γίνεται φάρος καθρεφτάκι στα νερά μια φωτεινή αχιβάδα πάει κιόλας έδυσε για ν’ ανατείλει πάλι σ’ έναν επόμενο σταθμό ανεξίτηλο χνάρι διχασμού κι οδύνης. Ό,τι αναζητάς σε βρίσκει στο φλοιό του χαράζονται οι ρυτίδες του δικού σου χρόνου του δίνεις και σου δίνει πρόσωπο. |
γ Ό,τι και να πεις ο φόβος υπάρχει να παριστάνεις μια ζωή τη χαμένη Ευρυδίκη αφήνοντας τη μοίρα σου στο βλέμμα κάποιου Ορφέα βιάζεσαι –οι παλαιοί κύκλοι, λες, τώρα θα κλείσουν– μα πάντα κάτι συμβαίνει και δεν βρίσκεις τέλος κι αρχή τα ίχνη της ζωής μας, βλέπεις, δυσθεώρητα. Ίσως όλα έρχονται μόνα τους μόνο μια φορά αν δεν τα νιώσεις με τη γραφή της άμμου σβήνονται ίσως πάλι οι κινήσεις παραμένουν κρυφές μέχρι να βρουν την τελική τους έκφραση άλλωστε για μας μετράει ο συντονισμός η μυστική ακτίνα πάνω σ’ αυτήν συναντιούνται κάποιες φορές οι άνθρωποι: το μεγάλο μυστικό που δεν σ’ ωφελεί σε τίποτα ακόμα κι αν το γνωρίζεις. | γ' Η μεγάλη αναμέτρηση έρχεται όταν πάψεις να καλείς τον φόβο αγάπη σπάζεις το κέλυφος ο έρωτας πέφτει στη θάλασσα λες είμαι έτοιμη ξεδιπλώνεσαι όπως το κύμα γενναιόδωρο στροβίλισμα στον άνεμο δακρύζει η συνείδηση στην αρμονία με το για πάντα ποθητό το αντίθετό της και το ξένο όσο κρατάει το φλας μιας μηχανής τυφλώνεσαι κι έπειτα βλέπεις πού βρίσκεσαι και ποιες οι αποσκευές σου έχουμε πολύ δρόμο ακόμα όσο επιμένεις να ζεις στην αντανάκλαση του ειδώλου σου (άραγε μέχρι πότε;) ο ξένος θα παραμονεύει τιμωρός κι ύστερα δραπέτης ασύλληπτος. |
στ Ίσως ήρθε ο καιρός να κοιτάξουμε την κεφαλή της Μέδουσας χωρίς να αποσβολωθούμε ειδάλλως θα συνεχίσω να σου μιλώ για τ’ αγάλματα της εισόδου στοιχειά με μάσκες τεράτων κι εσύ θα κάνεις πως με πιστεύεις συνένοχοι να μη δολοφονήσουμε το ανέγγιχτο. Ίσως τότε αυτή η γυάλινη κρούστα που πάνω της διαθλώνται τα αισθήματα διαβρωθεί: Το πέρασμα στην άλλη όχθη έτσι, να ’χει ο λόγος μοίρα. | στ' Την αλήθεια δεν είναι μόνο να τη βρεις θέλει και να την περπατήσεις σε ίχνη εξ ορισμού ευάλωτα (τόσοι άνθρωποι εγγράφονται μέσα σου) εκεί την ακολουθείς εκεί τη χάνεις. Δεν αρκεί το θαρρετό βλέμμα αχ, τις στιγμές που βαθαίνει το ρήγμα μέσα σου καπνίζει φωτιά ο λόγος δώσε συνέχεια. Έτσι κι αλλιώς ο αιώνας μάς παίρνει μαζί του με τα ψήγματα του δικού μας χρόνου (και ψηφίδες μνήμης απύθμενης) να συνθέτουν μια πραγματικότητα αυστηρώς προσωπική έναν τόπο με τα κοιτάσματα του άχρονου τη μοναδική μας εστία εν τέλει. |