Translation blunder: shut up, tool → σκάσε, εργαλείο
Το λέει ένα μαυράκι από το οποίο κάποιοι πράκτορες ζητάνε πληροφορίες και μιλάει με μια γυναίκα. Όταν του θέτει μια ερώτηση ένας άντρας πράκτορας λέει το παραπάνω.
— MakTV, NCIS, 7/10/2024, 21.00
8. (by extension, vulgar, slang, derogatory) An obnoxious or uptight person.
tool - Wiktionary, the free dictionary(b) a stupid, useless, socially inept person
tool, n.¹ — Green’s Dictionary of Slang