commitment → δέσμευση, αφοσίωση, υποχρέωση, ανάληψη, οφειλή, χρέος, καθήκον, διάπραξη, παραπομπή σε δίκη, φυλάκιση, εγκλεισμός, εισαγωγή, κατανομή, αναληφθείσα υποχρέωση, αφιέρωση, αποκλειστική διάθεση, αποκλειστική χορήγηση

evdoxia

  • Translator | Reviewer | Merenda |
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2315
    • Gender:Female
Θα ήθελα τη γνώμη σας για το "commitment" σε μαρκετίστικα κείμενα που είναι πολύ της μόδας τελευταία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μου πάει καλύτερα για "αφοσίωση" παρά για "δέσμευση" γιατί όταν το βρίσκω στο επίθετο, μου θυμίζει αρραβώνες το "δεσμευμένοι".

1) Clients should be committed
2) A committed employee will create committed clients
3) Commitment is the new trend in the market

Πώς θα μεταφράζατε τη 2η πρόταση;
« Last Edit: 02 Nov, 2016, 15:31:19 by spiros »
Translation is the art of failure – Umberto Eco


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour
διάπραξη, αφοσίωση, υποχρέωση, οφειλή, παραπομπή σε δίκη, φυλάκιση, εγκλεισμός, κατανομή

1 feminine 'υποχρέωση' [ipohREosi] (an engagement): I've many commitments at the moment Έχω πολλές υποχρεώσεις προς το παρόν I have a commitment to contribute a certain sum Έχω την υποχρέωση να συνεισφέρω ένα ωρισμένο ποσό
2 feminine αφοσίωση [afoSIosi] (selfless devotion, dedication): He has a sense of commitment to his job Είναι αφοσιωμένος στην εργασία του
3 masculine εγκλεισμός [englizMOs] (the action of officially consigning to custody or confinement): commitment of a patient to a mental hospital Εγκλεισμός ασθενούς σε ψυχιατρείο
4 feminine κατανομή [katanoMI] (allocation): commitment of funds to social welfare Κατανομή κονδυλίων για κοινωνική πρόνοια
Magenta English-Greek dictionary for English Speakers

[komItment] ουσ. εισαγωγή ή εγκλεισμός: commitment of a patient to a mental hospital εγκλεισμός ασθενούς σε νοσοκομείο ψυχικών νοσημάτων # αναληφθείσα υποχρέωση, δέσμευση, χρέος, καθήκον: I've many commitments at the moment έχω πολλές υποχρεώσεις προς το παρόν § I have a commitment to contribute a certain sum έχω τη δέσμευση να συνεισφέρω ένα ωρισμένο ποσό # αφοσίωση, αφιέρωση: he has a sense of commitment to his job είναι αφοσιωμένος στην εργασία του # αποκλειστική διάθεση ή χορήγηση: commitment of funds to social welfare χορήγηση κονδυλίων για κοινωνική πρόνοια
Magenta English-Greek dictionary Golden version 
« Last Edit: 27 Aug, 2014, 14:11:53 by spiros »






evdoxia

  • Translator | Reviewer | Merenda |
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2315
    • Gender:Female
Τώρα αν σας πω ότι μπερδεύτηκα και οι προτάσεις μου έχουν "engagement" και όχι "commitment" θα με δείρετε;
Μάλλον, ε!

Engaged customers mean less discounting
Customer engagement is the new standard of excellence
Engagement means connecting with people

:(
Translation is the art of failure – Umberto Eco



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Εδώ αλλάζουν λίγο τα πράγματα.

Μπορείς να πεις συνεργασία με τον πελάτη, σχέση με τον πελάτη, ενεργή συμμετοχή του πελάτη ή οτιδήποτε άλλο παρεμφερές κατά περίσταση.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools