dress-code → επιβάλλω κώδικα ένδυσης, επιβάλλω κώδικα ενδυμασίας, επιβάλλω ενδυματολογικό κώδικα, επιβάλλω κώδικα ενδυματολογίας, επιβάλλω ενδυματολογικό κανονισμό, επιβάλλω ποινή λόγω ακατάλληλης ενδυμασίας, επιπλήττω λόγω ακατάλληλης ενδυμασίας, επιβάλλω ποινή για μη τήρηση ενδυματολογικού κώδικα, επιπλήττω για μη τήρηση ενδυματολογικού κώδικα
spiros ·
1 · 88