heart-wrenching → σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, σου σπαράζει την καρδιά, σου σπαράζει την ψυχή, που σπαράζει την καρδιά, που σπαράζει την ψυχή

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 857006
    • Gender:Male
  • point d’amour
heart-wrenching → σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, σου σπαράζει την καρδιά, σου σπαράζει την ψυχή
heartwrenching
heart wrenching
heartrending
heart-rending
« Last Edit: 02 Oct, 2024, 09:51:41 by spiros »
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools