tartlet → ταρτελέτα, ταρταλέτα, μικρή τάρτα, τσουλίτσα, τσουλί, τσουλάκι

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 857006
    • Gender:Male
  • point d’amour
tartlet  → ταρτελέτα, ταρταλέτα, μικρή τάρτα, τσουλίτσα, τσουλί, τσουλάκι
tartelette

A small tart (pastry).
(derogatory, slang) A promiscuous young woman.
tartlet - Wiktionary, the free dictionary

Tortelett
Törtchen
« Last Edit: 02 Oct, 2024, 16:20:01 by spiros »
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools