Κούλα Αδαλόγλου, Διαμελισμένη έστω υπάρχω
Εγώ δε γελώ.
Είμαι μια λήκυθος
στρέφω τα μάτια μου το έξω μέσα
η αφή μου σε καραντίνα.
Μια λήκυθος είμαι –
σχεδόν εύθραυστη.
Και δε γελώ.
Προχθές έσπασε τον πιο παλιό της κουμπαρά,
έναν κλόουν που γελούσε, το γέλιο του έγινε
απέραντο, ένας σαρκασμός, ένα ρήγμα φριχτό
στα σπίτια,
στους δρόμους, στη γη,
να κόβει
τις γέφυρες,
να σπάζει
τις λέξεις
– κι όμως αυτή μόνο να πάρει ήθελε
το πρώτο χαρτζιλίκι της, που ’χε φυλάξει.
Μια λήκυθος είμαι.
Στην πρώτη καταστροφή
δεν πρόλαβα
να φύγω στη δεύτερη
δεν ήθελα.
Έρεβος∙
άνθρωποι τρελοί
οβίδες θραύσματα
πανηγύρι σφαγής
και τα καράβια υπερπλήρη
χωρίς Σαλαμίνα.
Εδώ που μ’ έστησαν,
στον τελευταίο πύργο δεξιά,
κάθε πρωί «κυρά», της γνέφω,
πού να σταθεί
στο πλάι συρρικνώνεται
οι βόστρυχοί της και το περιδέραιο
σε μια προθήκη.
*
Ο τόπος κατηφορικός πολύ,
δε σταματούν τα χιόνια κι οι βροχές
φεύγουνε πέτρες, κεραμίδια
μηνύματα αναπάντητα
λέξεις ακυρωμένες
και οι κάρες και το αίμα.
Καλέ μου Πλήθωνα, κι εσύ απόψε δε μ’ ακούς;
*
Ο έρωτας είμαι∙
ανέστιος πένητας και πλάνης
εκλιπαρώ μια κούπα μέλανα ζωμό
ονειρεύομαι μιαν ήσυχη άκρα
δε συνορεύω
χαίρομαι μιαν οριστική σε στύση.
Οι ανεμώνες φτάνουν καλές ως εδώ,
απλώνεται ένα ήσυχο πράσινο.
Ο έρωτας είμαι∙
χρόνια με μια μαούνα
γυρεύω να περάσω απέναντι
μα ο καιρός κακός
κι οι σπηλιές βγάζουν ήχο υπόκωφο∙
τη νύχτα οι μορφές ζωντανεύουν
και ροκανίζουν τον βράχο,
η αποκάλυψη θ’ αργήσει;
Ο έρωτας είμαι,
χέρι ρακοσυλλέκτη
ανασκαλεύω ανελέητους σωρούς:
υπερσυντέλικοι και παρατατικοί
κι ούτε ένας μέλλων.
Τόσο δωρικοί οι καιροί.
Ο τόπος είναι αιωνόβιος∙
μαργαρίτες αμέτρητες και σκίνα κίτρινα...
... κι ένα καφέ λιωμένο, όπως εκείνο του παλιού
αίματος –
που ήταν που βούλιαζα σ’ ένα τέτοιο καφέ
κι οι άνθρωποι γυρνούσαν
την πλάτη τους στην Άνοιξη και δοκίμαζαν τις νέες εκρήξεις,
πού βούλιαζα-βούλιαζαν, παιδιά, με το απλωμένο σας
νεκρό χεράκι.
*
Μια λήκυθος είμαι∙
χρόνια μοιρολογούσα.
Όμως το μοιρολόι λέει
αλλά δεν κάνει
ούτε ξεκάνει
περασμένα και μελλούμενα.
Ο οδηγός φρενάρισε, το λεωφορείο σταμάτησε
απότομα.
Κι έπεσε η γριά ένα κουβάρι, ένα κουβαράκι έγινε
στα σκαλιά του λεωφορείου,
μια γριά με κότσο στρογγυλό,
πατητό, μου θύμισε τη θεία μου Κυριακή,
λίγες ελάχιστες πια
γριές με τέτοιο κότσο, κι έτρεμε το κεφάλι της πέρα δώθε,
ένα κουβάρι έγινε στα σκαλιά...
*
Ο έρωτας είμαι.
Φοβούμαι τα όνειρα
δε με ταξιδεύουν. Με προσγειώνουν.
Κλείνω τα μάτια μου. Φορώ προσωπείο.
Κρατώ μια ασπίδα
ο ρίψασπις
να αμύνομαι, που παραδίνομαι.
*
Μια λήκυθος είμαι
διαρκώς και πιο εύθραυστη∙
σου μιλώ πάλι
μετά πέντε αιώνες,
τι απόμεινε;
Μια τεράστια οπή
να καταπίνει ψυχές, τα άωρα μέλη,
τα δροσερά μάτια,
στην επιφάνεια
κόκκινες φυσαλίδες,
στρέφω τα μάτια μου το έξω μέσα
πώς να την αντέξω
μια ιστορία οστών.
*
Ο έρωτας είμαι,
όμορος πριν και τώρα διασπασμένος,
βγαίνω απ’ τα όρια
ανατρέπω τις συμφωνίες
χειροκροτώ τη σύγκλιση των σωμάτων
καταδύομαι και αναδύομαι, δεμένος στο μήλο
του Αδάμ,
κορίτσια ταΐζουνε τα περιστέρια, γεννιούνται τα
νέα μικρά ψάρια, σκαλώνω στο ανοιγμένο φτερό
του κύκνου,
διαβαίνω και βαίνω, ακροβατώ στις ξύλινες εξέδρες,
στις ισχνές λεύκες της όχθης, στα διερχόμενα νέφη,
πυροδοτώ τα υγρά μάτια των φαντάρων
τις βυζαντινές μορφές, τους νυχτερινούς
σερβιτόρους.
*
Μια λήκυθος είμαι
υπερπλήρης μετά
το τελευταίο δάκρυ της θείας Ειρήνης.
Βαραίνω
θα σκορπίσω σε κομμάτια
φοβούμαι.
Καλέ μου Πλήθωνα, νομίζω πως εσύ απόψε
μ’ ακούς.
*
Ο έρωτας είμαι∙
ενσαρκωμένος μένω,
προγραμμένος συχνά
και επικηρυγμένος προσφάτως,
υπάρχω
–ερείπια ερημία σιωπή–
ζωοδότης στις βουβές μήτρες,
ανεξίθρησκος, ο τελευταίος διεθνιστής,
ετοιμάζονται οι νέες εκρήξεις,
τριχοτομημένος ή διαμελισμένος έστω
υπάρχω – ο έρωτας είμαι...
Από τη συλλογή Δύο ελεγείες και μία ωδή (1996)