Γιώργος Λ. Οικονόμου: 10.200 σιγαρέτα «Έθνος εξαιρετικά» (α)
[Ενότητα 10.200 σιγαρέτα «Έθνος εξαιρετικά»]
«... Δεν λιγοστεύει η συμφορά
όσο κι αν την λέγεις...»
Κ. Π. Καβάφης
Στην είσοδο της πολυκατοικίας είχε μαζευτεί ολόκληρο γήπεδο. Με γουρλωμένα μάτια οι πιτσιρικάδες, το σούσουρο έβγαινε απ’ τους μεγάλους. Το μυαλό ξανάρθε στα εγκόσμια. Ντράπηκα.
Έκρυψα την γύμνια μου στην κουβέρτα που κάποιος –απ’ όσους μπήκαν στο σπίτι, κι ήταν πολλοί Θε μου!– φρόντισε να μου ρίξει, λίγο πριν με κατεβάσουν κάτω. Το κεφάλι όμως δεν κρυβόταν με τίποτα. Τα ’χα κόψει όλα, γουλί, ούτε τα φρύδια δε γλίτωσαν...
... Απ’ το πρωί η μάνα είχε κόψει το πόδι της σε κάτι γυαλιά, αλαφιασμένα γυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, γέμισε ο διάδρομος κι οι σκάλες του σπιτιού ματωμένα χνάρια, φίλε...
Κόκκινο / πληγωμένο αίμα / μαύρο...
Ο πατέρας έμεινε μόνος, με τους άλλους. Γι’ άλλη μια φορά δε βρήκε το θάρρος να μας συνοδέψει...
... Το ασθενοφόρο περίμενε με τις πόρτες ανοιχτές, λίγο δεξιότερα το περιπολικό. Το σούσουρο έφτανε όλο και πιο δυνατό στ’ αυτιά μου.
Μας έβαλαν πίσω. Η μάνα κι εγώ. Ήμουν ήσυχος. Μισός εδώ, μισός αλλού. Το ’βλεπα κάτι σαν την περιφορά του Επιτάφιου... Παρασκευή 19 Απριλίου 1985. Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει.
«... Μερικοί δεν τρελαίνονται ποτέ.
Τι φριχτή ζωή θα πρέπει να ζουν...»
Barfly
Πρώτος σταθμός το εφημερεύον νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Έδωσαν προτεραιότητα στο περιστατικό. Μπήκαμε απ’ την πίσω πόρτα, ούτε λεπτό αναμονή.
Η μάνα σε μια καρέκλα, οκλαδόν σ’ ένα απ’ αυτά, τα γνωστά καφέ ιατρικά κρεβάτια. Μια γιατρέσα προσπάθησε να πάρει τα στοιχεία μας. Δε μιλούσα, κοίταζα μόνο(;). Στράφηκε προς τη μητέρα, κατάφερε να βγάλει άκρη ύστερα από κάνα τέταρτο. Η κυρα-δασκάλα ήταν απόλαυση!
Δε θυμάμαι να ρώτησαν κάτι άλλο. Στοιχεία, μοναχά στοιχεία. Αυτό τους ένοιαζε, τ’ άλλα δεν ήταν δικιά τους δουλειά...
Στα χέρια του νοσοκόμου το παραπεμπτικό κι η τύχη μας μαζί, σ’ ένα κομμάτι χαρτί αυτή τη φορά.
Ξανά ασθενοφόρο, τώρα τρέχει πιο γρήγορα, βιάζεται, έχει προορισμό να μας ξεφορτώσει χωρίς άλλες διαδικασίες. Όπως ήμουν ξαπλωμένος –κάτι φωτεινές επιγραφές που μου ’κλειναν το μάτι πονηρά– ατονική προσπάθεια να καταλάβω πού πηγαίνουμε, όχι πως μ’ ένοιαζε, το ’βλεπα για βόλτα ακόμα...
Από τη συλλογή Στρωμνίτσης 6 (1991)