From
Random House:
i·chor (#Ækôr, #ÆkÃr), n.
1. Class. Myth. an ethereal fluid flowing in the veins of the gods.
2. Pathol. an acrid, watery discharge, as from an ulcer or wound.
[1630–40; < LL #ch$r (in medical sense) < Gk #ch¤r]
—i·chor·ous (#ÆkÃr Ãs), adj.
Η λέξη Ιχώρ (αρσ.) ή Ιχώρος (ο), αναφέρεται και χρησιμοποιείται στην καθαρεύουσα. Έχει τις εξής σημασίες: πύον, σάπιο αίμα αλλά και ορός αίματος. Αναφέρεται ως το περιεχόμενο του κυκλοφορικού συστήματος του προστάτη Γίγαντα της Κρήτης, Τάλω. Κατ' άλλους όμως το «αίμα» του γίγαντα ήταν υδράργυρος.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%87%CF%8E%CF%81