crossover → ανισόπεδη διασταύρωση, διασταύρωση, σημείο διάβασης, ανισόπεδη διασταύρωση οδών, επιχιασμός, ανταλλαγή γονιδίων, βήμα εναλλαγής, διεύρυνση απήχησης, κλειδί παραλλήλων σιδηροτροχιών, αυτοκίνητο τύπου SUV, πολυμορφικό αυτοκίνητο, διασταυρωτής, σταυρωτή ντρίμπλα, κοψοχέρα, κοψοχέρης, μείξη, μίξη, μετάβαση, μετάπτωση, επικοινωνία τερματικών γραμμών, αλληλοδιείσδυση, μπούστος γυναικείου φορέματος, πέρασμα, πόρος, σταυρωτή εσάρπα, φουρκέτα, ευρείας αποδοχής, με γενική απήχηση, διαφασματικός, μισοπεραστός, διασταύρωσης, χιαστί, ημιβέ
spiros ·
8 · 939