Ως τίτλος τιμής αποδίδεται και με το εντιμότατος.
ΛΚΝ
αξιότιμος -η -ο [aksiótimos] E5 : συνήθ. ως γραπτή ή προφορική προσφώνηση που απευθύνεται σε πρόσωπα σεβαστά, με τα οποία δεν έχουμε οικειότητα: Aξιότιμε κύριε. Aξιότιμη κυρία. [λόγ. < αρχ. ἀξιότιμος `υψηλής αξίας΄ σημδ. γαλλ. honorable]
έντιμος -η -ο [éndimos] E5 : 1.(για πράξη, συμπεριφορά) που γίνεται σύμφωνα με όσα υπαγορεύει ένα υψηλό αίσθημα τιμής (ειλικρίνειας, καλής πίστης, αξιοπρέπειας): Έντιμη πράξη. Έντιμη συμφωνία / πρόταση. Έντιμα λόγια. Έντιμες διαπραγματεύσεις. || (νομ.) πρότερος* ~ βίος. 2. (για πρόσ.) που ενεργεί με τρόπο έντιμο: ~ υπάλληλος / συνομιλητής / πολιτικός. 3. (συνήθ. σε επίσημες προσφωνήσεις και στον υπερθετικό βαθμό): Eντιμότατε κύριε Πρόεδρε. έντιμα & (λόγ.) εντίμως EΠIPP σύμφωνα με τους κανόνες τιμής: Σας μιλώ εντίμως, με απόλυτη ειλικρίνεια και καλή πίστη. [λόγ. < αρχ. ἔντιμος `τιμημένος΄ σημδ. γαλλ. honnête, honorable· λόγ. < αρχ. ἐντίμως]