Εσείς γλωσσεύετε την μπέρδα σας; – 002
Ότι, ό,τι και οτιδήποτε
Αναμφισβήτητα, από τα πιο «δημοφιλή» λάθη.
Το ότι (that) είναι σύνδεσμος ο οποίος εισάγει ειδική πρόταση, π.χ. Πίστευα ότι θα μπορούσαμε να είχαμε φύγει πριν αρχίσει να βρέχει.
Το ό,τι (whatever, anything) είναι αντωνυμία, π.χ. Θα σου δώσω ό,τι θέλεις.
Το οτιδήποτε (anything, whatever, no matter what) είναι κι αυτό αντωνυμία, συνώνυμη του ό,τι αλλά περισσότερο εμφατική («οποιοδήποτε πράγμα», «ό,τι κι αν» Μπαμπ.). Το οτιδήποτε δεν χρειάζεται κόμμα (ο,τιδήποτε) γιατί δεν υπάρχει περίπτωση σύγχυσής του με αντίστοιχο ειδικό σύνδεσμο, όπως συμβαίνει με το ό,τι.
Επίσης, κάποιοι το γράφουν εσφαλμένα με διάστημα μετά το κόμμα, βλέπε Διάστημα μετά από την υποδιαστολή (κόμμα) στο ό,τι, δηλαδή «ό, τι»;.
Πώς μπορώ εύκολα να καταλάβω αν πρέπει να χρησιμοποιήσω ό,τι ή ότι;
Ένας εύκολος και πρακτικός τρόπος είναι να δοκιμάσετε να αντικαταστήσετε στην πρότασή σας το ότι με το οτιδήποτε. Αν στέκει νοηματικά, τότε πρέπει να γράψετε ό,τι. Επίσης μπορείτε να δοκιμάσετε το αντίθετο, να το αντικαταστήσετε με το πως. Σ' αυτή την περίπτωση, αν στέκει νοηματικά, πρέπει να γράψετε ότι. Παραδείγματα: - Θέλω να σου πω [ό,τι ότι] έχω κουραστεί σ' αυτή τη δουλειά.
- [Ό,τι Ότι] και να κάνω, ποτέ του δεν μένει ευχαριστημένος.
[Σκεφθείτε τη λύση και μετά κοιτάξτε στο τέλος του μηνύματος για να βρείτε την απάντηση.]
Φράσεις που συντάσσονται πάντοτε με ό,τι
από ό,τι / απ' ό,τι
ό,τι έγινε έγινε
ό,τι και να γίνει
ό,τι καλύτερο
ό,τι κι αν
ό,τι κι ό,τι
ό,τι να 'ναι
ό,τι πεις
ό,τι που (ακριβώς τη στιγμή που)
ό,τι πρέπει
ό,τι χειρότερο
σε ό,τι αφορά
Φράση: Θέλω να σου πω ότι έχω κουραστεί σ' αυτή τη δουλειά.
Λύση: Αν το αντικαταστήσουμε με το οτιδήποτε δεν βγαίνει νόημα, άρα γράφουμε ότι. Παρομοίως, αν το αντικαταστήσουμε με το πως βγαίνει νόημα, άρα γράφουμε ότι.
Φράση: Ό,τι και να κάνω, ποτέ του δεν μένει ευχαριστημένος.
Λύση: Αν το αντικαταστήσουμε με το οτιδήποτε βγαίνει νόημα, άρα γράφουμε ό,τι. Παρομοίως, αν το αντικαταστήσουμε με το πως δεν βγαίνει νόημα, άρα γράφουμε ό,τι.
ότι 1 [oti] σύνδ. ειδ. :
1. εισάγει δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις ύστερα από ορισμένης κατηγορίας ρήματα, κανονικά για να εκφράσει κτ. πραγματικό και αδιαμφισβήτητο· κατ' επέκταση όμως χρησιμοποιείται αδιακρίτως προς τον ειδικό σύνδεσμο
πως: Ομολογώ ότι
τέτοια αναίδεια δεν ξαναείδα. Νόμιζα ότι
θα σας βρω εδώ. Υπέθεσαν ότι
κάποιος θα τους είχε μιλήσει. Είναι φανερό ότι
κάτι δεν πάει καλά. Διαδίδεται ότι
θα παντρευτούν. | επεξηγηματικά ή αναπτύσσοντας την έννοια προηγούμενου έναρθρου ουσιαστικού:
Έφυγε με την ελπίδα ότι
γρήγορα θα ξαναγύριζε. Είχε τη βεβαιότητα ότι
θα τον βοηθήσουν. 2. παρά* (το) ότι
, παρόλο* ότι
. 3. ύστερα από πρόθεση, επίρρημα ή επιρρηματική έκφραση συνήθ. έναρθρο και στην κατάλληλη πτώση δηλώνει ανάλογες επιρρηματικές σχέσεις:
Εκτός του ότι
/ παρά το ότι
/ παρά το γεγονός ότι
/ για το λόγο ότι
/ εξαιτίας του ότι.
4. με το άρθρο
το σε ουσιαστικοποίηση προτάσεων:
Το ότι
το παραδέχτηκε είναι προς τιμήν του. [oti] σύνδ. ειδ.[λόγ. < αρχ.
ὅτι]
ότι 2 [óti] σύνδ. : (προφ.)
1. χρονικός· προσδιορίζει χρονικά μια πράξη που έγινε στο παρελθόν σχεδόν ταυτόχρονα με την πράξη της κύριας πρότασης:
Πού είναι ο πατέρας σου; ότι
έφυγε, μόλις προ ολίγου. | συχνά και απολύτως: ότι
ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω, αλλά πρόλαβες και τηλεφώνησες ή ήρθες. ότι
πήγαινα να το ζητήσω εγώ, ακριβώς αυτή τη στιγ μή ετοιμαζόμουν αλλά το ζήτησες πρώτος.
2. (σπάν.) αιτιολογικός· διότι, που:
Χαίρομαι ότι
πέτυχαν οι προσπάθειές μας, διότι πέτυχαν.
Λυπάμαι ότι...| κάποτε δεν είναι σαφές αν πρόκειται για το ειδικό
ότι, ή για το αιτιολογικό:
Τους έκανε εντύπωση ότι
έφυγε θυμωμένος. [óti] σύνδ.[ίσως < αρχ.
ὅτε]
—
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδηό,τι[óti] αντων. αναφ. (άκλ.) : στις πτώσεις της ονομαστικής και της αιτιατικής.
1. σε θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους ενικού αριθμού· αυτό το οποίο
/ που:
Πάρε ό,τι
θέλεις. Έχει ό,τι
χρειαζόμαστε. Κάνε ό,τι
νομίζεις. ό,τι
έχω, είναι δικό σας, όλα όσα έχω.
Διάβα σε ό,τι
έχεις να διαβάσεις και τηλεφώνησέ μου. (προφ.)
Τι θα παραγγείλεις; ό,τι
κι εσύ, ό,τι παραγγείλεις κι εσύ. ΦP και εκφράσεις ό,τι
έχω και δεν έχω, τα πάντα, όλη μου η περιουσία, καθετί που θεωρούμε πολύτιμο, αναντικατάστατο κτλ. ό,τι
έγινε* έγινε. ας γίνει* ό,τι
θέλει. ό,τι ό,τι
, όσα όσα, σε πολύ μεγάλη ή μικρή τιμή ανάλογα με τα συμφραζόμενα:
Του έδιναν ό,τι ό,τι
αρκεί να τους βοηθούσε, όσα πολλά κι αν τους ζητούσε. ό,τι
έγινε / γίνεται δεν ξεγίνεται*. ό,τι
κι ό,τι
, σε αποφατική πρόταση, για να χαρακτηρίσει κτ. σημαντικό και σπουδαίο:
Αυτό το χαλί δεν είναι ό,τι
κι ό,τι. ΠAP ΦP ό,τι
φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος*. 2. σε θέση επιθέτου με ουσιαστικό οποιουδήποτε γένους: ό,τι
καιρό έχει εδώ έχει κι εκεί, όποιο. ό,τι
ώρα τελειώσεις, έλα να μας δεις, οποιαδήποτε.
Είπε ότι θα έρθει ό,τι
ώρα μπορεί. ό,τι
χρήματα χρειαστείς, θα τα έχεις, όλα όσα. ό,τι
βιβλία σχετικά υπήρχαν τα συμβουλεύτηκε. | με επίθετο συγκριτικού βαθμού: ό,τι
καλύτερο / ωραιότερο / εκλεκτότερο, αυτό το οποίο είναι το πιο καλό, ωραίο και εκλεκτό.
Αυτό το βιβλίο είναι ό,τι
πιο τελευταίο έχει γραφτεί γι΄ αυτό το θέμα. II. ό,τι
και να / ό,τι
κι αν, εισάγει αντίστοιχα δευτερεύουσες παραχωρητικές ή εναντιωματικές προτάσεις: ό,τι
και να του πεις, δεν αλλάζει γνώμη. ό,τι
και να κάνεις, ό,τι
και να πεις, δεν πρόκειται να σε πιστέψουμε. ό,τι
κι αν συμβεί, θα είμαστε μαζί σου. ό,τι
δουλειά και να κάνει κανείς, η ξένη γλώσσα είναι απαραίτητη.
Θα έρθουμε ό,τι
καιρό κι αν έχει. (έκφρ.) ό,τι
και να γίνει*. [óti] αντων. αναφ. (άκλ.)[αρχ.
ὅ τι (και γραφή:
ὅ,τι]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδηοτιδήποτε[otiδípote] αντων. αναφ. (άκλ.)
1. σε θέση ουσιαστικού χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής θέλει να εκφράσει έντονη αοριστία· ό,τι τυχόν, οποιοδήποτε πράγμα, γεγονός, συμβάν κτλ.: οτιδήποτε
θελήσεις θα το έχεις. οτιδήποτε
έλεγε τον κατηγορούσαν. 2. (προφ.) σε θέση επιθέτου, μπορεί να προσδιορίζει ουσιαστικό είτε (συχνότερα) ουδέτερου γένους είτε (σπανιότερα) αρσενικού ή θηλυκού· οποιοσδήποτε: οτιδήποτε
θέμα προκύψει έλα να με βρεις. οτιδήποτε
δουλειά του βάλεις θα σου την τελειώσει. [otiδípote] αντων. αναφ. (άκλ.)[λόγ. < αρχ.
ὅ τι δήποτε (μαρτυρείται μόνο στην ιων. διάλ.:
ὅ τι δήκοτε)]
—
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη ΤριανταφυλλίδηΣχετικοί σύνδεσμοι:
Ότι ή ό,τι; | in.gr[
Επιστροφή στα περιεχόμενα των Γλωσσικών Σημειωμάτων]