πρώτη δόση

Daedalus

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 5
Στα απομνημονεύματα ενός αντιστασιακού από την Κατοχή στην Κρήτη:
"ο Τ. είχε να μας αναγγείλει μια σοβαρή διαταγή του Στρατηγείου Μ. Ανατολής και μας την ανήγγειλε: “Ότι πάση θυσία πρέπει να σκοτώσομε, πρώτη δόση, τους προδότες και πράχτορες των Γερμανών”

Σε πρώτη φάση; Ως πρώτη προτεραιότητα;
First of all / in the first instance / as our top priority?
« Last Edit: 28 Sep, 2021, 10:35:02 by Daedalus »


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Μάλλον αυτό θα είναι. Το πάω στο μονόγλωσσο λόγω της ιδιαιτερότητάς του.

δόση η [δósi] Ο31 : 1α. ορισμένη ποσότητα φαρμάκου που πρέπει να πάρει κάποιος ασθενής: Aυξάνω / μειώνω τη ~. Πήρε υπερβολική ~ κι έπαθε δηλητηρίαση. || Παίρνει / ζητάει τη ~ του, για ναρκομανή. (έκφρ.) παίρνω τη ~ μου, για κτ. δυσάρεστο που μου συμβαίνει σχεδόν καθημερινά και μου δηλητηριάζει την ψυχική διάθεση. β. η ακριβής ποσότητα κάθε υλικού που χρειάζεται για να γίνει κτ., κυρίως στη μαγειρική ή στη ζαχαροπλαστική: Έκανα διπλή ~ κέικ. Δύο δόσεις φρούτα, μία ~ ζάχαρη, μέρος. 2. καθένα από τα ποσά στα οποία έχει μοιραστεί μια συνολική οφειλή και τα οποία πρέπει να εξοφλούνται σε τακτά διαστήματα: Πλήρωσα το φόρο σε τρεις δόσεις. Aγοράζω κτ. με δόσεις. ANT τοις μετρητοίς. 3. (οικ.) α. για κτ. που γίνεται ή δίνεται σταδιακά, τμηματικά: H μετακόμιση θα γίνει σε τρεις δόσεις. Tώρα αγοράσαμε την πρώτη ~ των βιβλίων / των τροφίμων. β. καθεμιά από τις ομάδες ατόμων ενός συνόλου: Σήμερα έφτασε η πρώτη ~ των εκδρομέων. || (έκφρ.) μια ~, για να δηλώσουμε το μικρό βαθμό, τη μικρή ένταση: Έχει μια ~ τρέλας. Tο είπε με μια ~ ειρωνείας. Έφαγε μια ~ ξύλο.
[αρχ. δό(σις) -ση & λόγ. < ελνστ. δό(σις) -ση (ιδ. στη σημ. 1α) & λόγ. σημδ. γαλλ. dose]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
« Last Edit: 28 Sep, 2021, 10:44:14 by spiros »



 

Search Tools