working from home (WFH) → εργασία από το σπίτι

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 857072
    • Gender:Male
  • point d’amour
work-from-homer (WFH) → άτομο που δουλεύει από το σπίτι, άτομο που εργάζεται από το σπίτι
work from home (WFH) → εργασία από το σπίτι, εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι
working from home (WFH) → εργασία από το σπίτι
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools