scrub → θάμνοι, χαμόδενδρα, χαμόκλαδα, λόγγος, θαμνώνας, θαμνώδης, μικρόσωμος άνθρωπος, κοντοστούμπης, μπασμένος, μικρόσωμος, ανθρωπάριο, ασήμαντος, παρακατιανός, ζώο κατώτερης ράτσας, ζωάριο, ζώο ελλιπούς ανάπτυξης, τριβή, τρίψιμο, σφουγγάρισμα, φασίνα, καθάρισμα με βούρτσα, βγάζω με τρίψιμο, καθαρίζω με τρίψιμο, γερό τρίψιμο, σφουγγαρίζω, φασινάρω, καθαρίζω με τριβή, πλένω, τρίβω, βουρτσίζω, σαπουνίζομαι, εκπλένω, τρίβω με βούρτσα, τρίβομαι, καθαρίζω, ακυρώνω, ματαιώνω, ξεγράφω, αγνοώ
stathis ·
13 · 2469