Από τη σημερινή Lifo, στήλη "Κορίτσι στην πόλη" της Δέσποινας Τριβόλη
Στο μετρό, Συγγρού-Φιξ
Στη στάση Συγγρού-Φιξ μπαίνει ένας άντρας γύρω στα 30: το ένα του χέρι είναι σε γύψο ενώ με το άλλο του χέρι κρατάει κάτι που μοιάζει με ακτινογραφία. Το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο, δείχνει έτοιμος να εκραγεί. Σκύβει το κεφάλι, κοιτάει τις εξετάσεις του και βάζει δυνατά τα κλάματα. Όλοι τον παρακολουθούμε παγωμένοι δεν ξέρω πού να κοιτάξω. Να του πω κάτι; Να τον βοηθήσω; Σκέφτομαι όλες τις φορές που έχω κλάψει ενώ οι διπλανοί μου (συνήθως γριές που μύριζαν ταλκ) με κοιτούσαν με οίκτο. (Κάποτε στο Λονδίνο μια κυρία είχε σκύψει και μου ’χε πει «όποιος και να ’ναι δεν το αξίζει, αγαπούλα», και μετά η διπλανή της, μια τύπισσα ντυμένη με ταγέρ, της είπε στυφά «συγγνώμη που επεμβαίνω, αλλά δεν νομίζω πως κλαίει για έναν άντρα. Θέλω να πω ίσως θα ήταν καλύτερα να την αφήσετε ήσυχη».) Ο διπλανός μου, ένας ηλικιωμένος κύριος με γκρίζα γένια και μπερέ, σηκώνεται και πάει δίπλα του· κάθεται, τον πιάνει από τους ώμους. «Τι έχεις αγόρι μου; Πες μου» του λέει πατρικά. «Πήγα στο γιατρό και είχα ένα ραντεβού
ένα ραντεβού». Η φωνή του πνίγεται στα αναφιλητά του. «Το ραντεβού μου, το ραντεβού μου... και μετά μου έδωσε τη συνταγή
τη συνταγή
» Ο ευγενικός κύριος κοιτά τη συνταγή προσεκτικά. «Μην κλαις αγόρι μου, μην κλαις. Θα πάμε τώρα να σου τα πάρουμε τα φάρμακα» του λέει καθησυχαστικά και τον οδηγεί έξω από το βαγόνι, προς τις κυλιόμενες σκάλες. Χαίρομαι για τον άντρα που κλαίει που βρήκε κάποιον να τον βοηθήσει εννοώ. Αισθάνομαι ντροπή αναμεμειγμένη με μια ποταπή ανακούφιση που ο άνθρωπος αυτός δεν ήμουν εγώ. Ακούγεται ιδιαίτερα παιδικό, αλλά θα ήθελα πολύ να μη φοβάμαι να βοηθήσω τους ανθρώπους.