se tenir à carreau → είμαι στην τσίτα, αποφεύγω τις κακοτοπιές, αποφεύγω τα μπλεξίματα, προσέχω τις κινήσεις μου, προσέχω να μην κάνω καμία βλακεία

Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80202
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854551
    • Gender:Male
  • point d’amour
Δεν μου φαίνεται να έχει σχέση με τσίλιες. Οι τσίλιες έχουν να κάνουν με εγκληματία ο οποίος προσέχει να μην πιάσουν τον συνεργό του. «Είμαι στην τσίτα», πολύ πιο πιθανό.

to keep one's nose clean
http://www.babla.fr/francais-anglais/se-tenir-%C3%A0-carreau
https://fr.wiktionary.org/wiki/se_tenir_%C3%A0_carreau
http://forum.wordreference.com/showthread.php?t=21818

τσίλια η [tsíla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ κρατάω / φυλάω τσίλιες, παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κάτι παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα: Ο ένας φύλαγε τσίλιες στη γωνία κι ο άλλος έγραφε παράνομα συνθήματα στον τοίχο. Kράταγε τσίλιες για να μη δει ο καθηγητής τους συμμαθητές του που το έσκαγαν. [ιταλ. ουδ. ciglio `βλεφαρίδα, βλέφαρο΄, πληθ. ciglia που θεωρήθηκε θηλ. εν.]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη

τσίτα η [tsíta] Ο25 (χωρίς πληθ.) : 1. (προφ.) σε εκφράσεις (είμαι) στην τσίτα, βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση. έχω κάποιον στην τσίτα, τον υποχρεώνω να βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση: Tο αφεντικό τούς έχει όλους στην τσίτα. 2. (ως επίρρ.) τσιτωτά, τεντωτά: Tα σεντόνια είναι τσίτα στο κρεβάτι. || τσίτα τσίτα, για κτ. πολύ στενό, που φτάνει μόλις και μετά βίας: H μπλούζα μού έρχεται τσίτα
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
« Last Edit: 20 Dec, 2012, 11:59:07 by spiros »




 

Search Tools