Σταύρος Ζαφειρίου, Σχεδόν πρόλογος
Πίνω το κρασί, σχεδόν κόκκινο, σχεδόν μαύρο, στυφό, σε ακριβό ποτήρι. Το πίνω αργά, γουλιά-γουλιά, γιατί τα λεφτά λίγα στην τσέπη μου και είναι ακόμα νωρίς.
Με κοιτάζει ο μπάρμαν από κουβέντες στερεμένος. Τον κοιτάζω κι εγώ. Καλός είναι. Πότης γερός, νευρικός, βαρεμένος. Αν ποτέ ιεραρχήσω τους ανθρώπους, θα τον βάλω σε θέση περίοπτη.
Από κουβέντες στερεμένος είμαι κι εγώ. Γι’ αυτό μόνος μου κάθομαι και δεν πλευρίζω σε κανένα. Κουλουριάζομαι εδώ, στη γωνιά μου, ελέγχω την πόρτα και κάνω νοήματα απεγνωσμένα. Στον εαυτό μου. Κλείνω τα μάτια μου, πάλι τ’ ανοίγω, χαμογελάω, ανάβω τσιγάρο, τα δάχτυλά μου κροταλίζω, ανατριχιάζω.
Χίλιες γκριμάτσες των χειλιών μου στον καθρέφτη. Μαύρα κρέπια πλαισιώνουν τη φάτσα μου. Γιορτή είναι; Κηδεία είναι; Θα σας γελάσω. Σίγουρα πάντως καίνε κεριά και μυρίζει λιβάνι.
Όμως και στις κηδείες δεν είναι άσχημα. Του παππού μου παράδειγμα. Σμίξαμε πάλι όλοι οι συγγενείς μετά από χρόνια. Μπόλικα φάγαμε. Μπόλικα ήπιαμε. Είπαμε και για τον παππού. Τότε στη Μικρασία, την πατρίδα. Ήτανε πλούσιος ο παππούς. Και λίρες έφερε. Τώρα η γιαγιά τις έχει ραμμένες στο στρώμα. Όλοι αυτήν αγαπάμε.
Φαντάσματα σκέφτομαι. Άτονα σέρνουν αλυσίδες ξοπίσω τους. Βαριεστημένα είναι. Άκεφα. Θλιβερά. Με λερωμένα σεντόνια. Τόσοι αιώνες πέρασαν. Ποιος να τα πλύνει;
Ο μπάρμαν κουνά το κεφάλι του. Ξέρει αυτός. Κι από φαντάσματα κι από κρέπια. Αδειάζει μονορούφι το ποτήρι του. Παραπατάει. Ονειρεύεται. Την επανάσταση, τις μαθήτριες, τα ροζ σεντόνια. Ξέρει αυτός.
Τα ροζ σεντόνια τη φέρνουν στο μυαλό μου. Πετούσε όταν τη γνώρισα. Πτήση νυχτερινή, χαμηλή ήταν. Πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Γελούσε κιόλας και χτυπούσε παλαμάκια ξέφρενα. Μόλις που πρόλαβα και άρπαξα την ουρά του σεντονιού. Πλάι της βρέθηκα. Της έδειξα διαβατήριο, βίζα, συνάλλαγμα, όλα τα σχετικά. Με δέχτηκε. Πετάξαμε μαζί ώσπου ξημέρωσε. Έβαλε τότε τον αυτόματο πιλότο. Το σώμα της μου ’δωσε. Αγαπηθήκαμε πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Όπως στο σινεμά. Στ’ αμερικάνικα έργα.
Βράδυ πάλι, Ιούλιο μήνα, βγήκαμε βόλτα στη θάλασσα. Άπνοια είχε. Να κολυμπήσουμε, φώναξε χαρούμενη. Να παίξουμε στον βούρκο με τα βουρκόψαρα. Γδυθήκαμε και πατήσαμε στο νερό. Παίξαμε με τα πτώματα των ψαριών, τουμπανιασμένα ήταν, με προφυλακτικά ξεχειλωμένα. Ξανανιώσαμε.
Κάποια άλλη φορά στριμωχτήκαμε σ’ ένα ερείπιο. Ξαστεριά είχε. Της έλυσα το φερμουάρ και έχω στο σλιπάκι της το χέρι μου. Τον πόθο της ένιωσα. Βαριά και ζεστή την ανάσα της μέσα στο αφτί μου. Μια μεθυσμένη παρέα μπροστά μας ξεφύτρωσε. Μας είδαν. Σταμάτησα. Γαμώ τ’ αστέρια, βλαστήμησα. Γαμώ το φως.
Μετράω τα λεφτά μου, βγαίνουν για δεύτερο κρασί. Νύχτα είναι έξω, ψύχρα έχει, πού να γυρνάω; Ευτυχώς που υπάρχει το μπαρ. Κι η μουσική. Ακούω την μπαγκέτα να χτυπάει νευρικά στη μεμβράνη του στομαχιού μου. Μάλλον καλό μου κάνει, γιατί ξαλαφρώνω.
Το τύμπανο σπουδαία δουλειά. Κρατάει τον ρυθμό, γεμίζει τον ήχο, δίνει ευκαιρίες για φιγούρες στον ντράμερ. Βοηθάει κι εμένα να βολέψω τα χέρια μου. Στο σκαμπό τα βαράω, στα μπατζάκια μου. Συμμετέχω. Γίνομαι μέλος του γκρουπ, δεύτερος ντράμερ να πούμε, κάνω κι εγώ το κομμάτι μου. Κερδίζω του κόσμου το ανέκφραστο βλέμμα.
Γιατί υπάρχει γύρω μου και κόσμος. Άντρες, γυναίκες, άλλοι διάφοροι. Αξιολύπητοι είναι. Κάθονται σε παρέες και πίνουν κοκτέιλ. Οι γυναίκες έχουν όρθια στήθια. Στρογγυλούς πισινούς. Όμορφα πρόσωπα. Στενά παντελόνια φοράνε, μισάνοιχτα πουκάμισα, σκουλαρίκια μεγάλα. Πού και πού ρίχνω ματιές φανερές μέσα στη γύμνια τους, μα ούτε τις νοιάζει.
Όλοι μιλάνε σιγά και σκυφτοί. Μπορεί για κυνήγια να λένε, μπορεί για ψαρέματα, μπορεί για αποστειρωμένες συνουσίες. Ξέρω γω, πολλά γίνονται. Μόνο γι’ αυτά που πονάνε δε λένε κουβέντα.
Όσο για μένα, πιο πολύ λυπάμαι τους άλλους. Το τρίτο φύλο ντε, τις αδερφές. Τις προάλλες ο Χρήστος, στην πιάτσα γνωστή για τις τρέλες της, καθόταν στο βάθος του μπαρ μοναχός. Τα χείλη του βαμμένα με κραγιόν κόκκινο ήταν. Είχε στα μάγουλα ρουζ. Στα χέρια κρατούσε πλεχτό και πάλευε τις βελονιές. Πουλόβερ ήθελε να φτιάξει για τον χειμώνα μα δεν τα κατάφερνε. Είναι λεπτή η βελόνα, παραπονιόταν. Συνήθισα τόσον καιρό να κρατάω χοντρότερα πράγματα.
Ο κόσμος είναι κακός, μου ’λεγε η μάνα μου. Το λέει ακόμα. Άγια γυναίκα. Δουλευταρού. Πολλά πέρασε. Γι’ αυτό είναι έτσι καχύποπτη. Εγώ τη δικαιολογώ. Είναι και σε δύσκολη ηλικία. Τα όνειρα των νέων δε βλέπει. Έμεινε στα παλιά. Ούτε και τις επιθυμίες τους φαντάζεται.
Τώρα βέβαια, πού να της εξηγώ. Για εξουσία, για καταπίεση, για ευνουχισμούς. Αγράμματη είναι. Πού να της εξηγώ για αδιέξοδα, για μοναξιά, για νεκρωμένες αισθήσεις. Καμιά φορά της φωνάζω, μάνα, το σύστημα φταίει για όλα. Με κοιτάζει παράξενα, σταυροκοπιέται. Ποιο σύστημα αγόρι μου; Σύστημα το ’χεις κάνει εσύ να με πεθάνεις.
Μια και μιλάω για ηλικίες δύσκολες: στο γραφείο μια μέρα η κυρα-Κούλα η καθαρίστρια ήρθε νωρίς. Στα πράσα μ’ έπιασε. Έκλεβα το χαρτί υγείας απ’ το ντουλάπι. Ούτε με μάλωσε, ούτε με πρόδωσε. Έκλεβε φαίνεται κι αυτή. Στο σκαλοπάτι κάθισε και συνωμοτικά σήκωσε το φουστάνι της ψηλά. Φορούσε ένα άσπρο βρακί, σκέτη δαντέλα. Πολίτισσα μερακλού ήταν. Τα μπούτια της έσμιγαν απ’ το πάχος. Δεν ξέρω πώς, ξετρελάθηκα. Ερεθίστηκα σαν να είχα μπροστά μου κοπέλα με δέρμα ανάγγιχτο. Κοντά της γονάτισα. Με άφησε και της χάιδεψα τα πόδια. Είχε κιρσούς. Το χάδι γιαβρούμ καλό κάνει, μου είπε. Γιατρεύει. Ο μακαρίτης εμένα κάθε μέρα με γιάτρευε.
Με μανία δαγκώνω τον δεξή μου καρπό. Θέλω να φτιάξω ρολογάκι, να δω την ώρα του αίματος. Το κόκκινο πάντα μου άρεσε. Αρχικά στους βαθμούς της δασκάλας μου, στις σημαίες μετά, βαθιά στα σκέλια των κοριτσιών, στη φωτιά, στο κρασί. Τελευταία στο αίμα. Φοβάμαι να χαράξω το σώμα μου, όμως συχνά αιμοδότης γίνομαι, για να βλέπω το αίμα να πέφτει από το σωληνάκι στη σακούλα. Καμιά φορά και σφαγές ονειρεύομαι.
Η μουσική δυναμώνει, έφτασε η ώρα του ροκ εν ρολ. Έντεκα, έντεκα και τέταρτο, εκεί. Άντε, να πάει δωδεκάμισι, ίσα-ίσα τα έξι τσιγάρα που απόμειναν και μετά δρόμο, για ύπνο.
Όσο αντέχει κανείς.
Από τη συλλογή Ζεστή Πανσέληνος (1988)